Τρε παμπόρ, Τρία καράβια

Τραγούδι που ανήκει στον ευρύτερο κύκλο των τραγουδιών της αγάπης κι ήταν πολύ γνωστό στους Αρβανίτικους πληθυσμούς της Αττικοβοιωτίας και της Πελοποννήσου, έχει ως αφηγήτρια μια παντρεμένη, αυτή τη φορά, γυναίκα που διεκτραγωδεί τον καημό της αφού η ξενιτειά της πήρε τον άντρα και δεν πρόλαβε ούτε καν να τον χαρεί. Και δεν ήταν μόνο η ξενιτειά, “η μακρινή Αμερική με τα δολλάρια της”, αλλά συχνά ήταν και ο πόλεμος που χώριζε ζευγάρια κι οικογένειες.

Κι είναι γνωστή η ιστορία του Μαρκοπουλιώτη εκείνου που έφυγε για τους Βαλκανικούς πολέμους και γύρισε σπίτι του δέκα χρόνια αργότερα. Μαζεύτηκαν λοιπόν φίλοι και συγγενείς να τον δουν και να τον καλωσορίσουν. Όταν έφυγαν όλοι, παρατήρησε ένα δεκάχρονο παιδί να παίζει στην αυλή του σπιτιού και να μην φεύγει. Ρώτησε τότε τη γυναίκα του τίνος ήταν αυτό το παιδί για να μάθει με έκπληξη πως λίγο καιρό μετά την αναχώρηση του εκείνη είχε γεν ήσει κι ότι το παιδί ήταν δικό τους. Μόνο που ο πατέρας αγνοούσε την ύπαρξή του……

Σα τε ντιέγκε φούρινε, ε γκεζόβα μπούρρινε, όσο έκανα να κάψω τον φούρνο, άλλο τόσο χάρηκα τον άντρα μου. Ως γνωστόν τον φούρνο τον έκαιγαν με ψιλά κλαδιά, τα λεγόμενα τσάλια στα Αρβανίτικα, ή με κληματόβεργες. Κατά συνέπειαν παράγονταν μεγάλες φλόγες, αλλά η φωτιά έσβηνε γρήγορα και δεν διαρκούσε. Αυτή την παρομοίωση από την καθημερινή ζωή του νοικοκυριού χρησιμοποιεί και η ηρωίδα του τραγουδιού για να δείξει πως δεν χάρηκε τον άντρα της ούτε όσο να καούν οι κληματόβεργες και τα πήλιουρα στον φούρνο.

Εκείνος έφυγε με τα καράβια -τρία στον αριθμό, αφού ο αριθμός τρία είναι συμβολικός – να πάει στην Πόλη, ντε βέντε τάνε, στα μέρη τα δικά μας, λέει χαρακτηριστικά, τονίζοντας τον προαιώνιο εθνικό πόθο για απελευθέρωση της Βασιλεύουσας. Αλλά και το στοιχείο της ζήλιας είναι έντονο. Πέντε ολόκληρα χρόνια γύριζε στα κουρμπέτια της Πόλης και δεν την σκέφτηκε να της στείλει ούτε ένα γράμμα.

Δημήτρης Μαντάλας

Be the first to comment on "Τρε παμπόρ, Τρία καράβια"

Leave a comment

Your email address will not be published.


*