Αθήνα – Λαύριο: Ταξίδι με το τρένο στις αρχές του 20ού αιώνα

Μετάφραση και Επιμέλεια Κειμένων
Δημήτρης Μαντάλας

Η παρούσα αφήγηση περιγράφει με μοναδικό τρόπο τις εμπειρίες και τις αντιλήψεις της Emilie Isabel Russell Barrington καθώς ταξίδευε με τρένο από την Αθήνα προς το Λαύριο. Εμπλουτισμένες με πλούσιες λεπτομέρειες και ποιητική γλώσσα, οι αναμνήσεις και παρατηρήσεις της καταγράφονται στο έργο της «Through Greece and Dalmatia», το οποίο δημοσιεύτηκε το 1912.

Σεπτέμβριος – Στις 7.30 φτάνουμε με ένα καλάθι τρόφιμα στον Σταθμό της Κηφισιάς να προλάβουμε το τραίνο για το Λαύριο, απ΄ όπου θα οδηγηθούμε στο Σούνιον, στις Καβοκολώνες τις οποίες ο Μπάιρον επισκέφθηκε τρείς φορές. “Σε όλη την Αττική”, γράφει εκείνος, “εάν εξαιρέσουμε την Αθήνα την ίδια και τον Μαραθώνα, δεν υπάρχει πιο ενδιαφέρον σκηνικό από τις Καβοκολώνες. Για τον αρχαιολάτρη και καλλιτέχνη οι Κολώνες του ναού είναι μια ανεξάντλητη πηγή παρατηρήσεως και σχεδίου, για τον φιλόσοφο είναι το επιθυμητό υποτιθέμενο σκηνικό για κάποιους από τους διαλόγους του Πλάτωνος και ο ταξιδιώτης θα εντυπωσιασθεί από την ομορφιά της θέας όλων εκείνων των νήσων που στεφανώνουν το βάθος του Αιγαίου πελάγους.” Κατά συνέπεια, εκτιμώντας το πόσο εντυπωσιάζει η θέα του Ναού του Σουνίου, αποφασίσαμε να αφιερώσουμε μια από τις πολύ πολύτιμες ημέρες μας στην Ελλάδα για να τον επισκεφθούμε.

Ο τερματικός σταθμός των Αθηνών, της σιδηροδρομικής γραμμής του Λαυρίου, ευρίσκεται στο μέσον ενός φαρδύ δρόμου και μοιάζει περισσότερο με τις γραμμές του τράμ της πόλεως, ενώ τα εισιτήρια για το ταξίδι με το τραίνο πωλούνται σε ένα γραφείο που ευρίσκεται σε ένα γωνιακό κτίριο του δρόμου. Αν και θα ταξιδεύσουμε στο νοτιότερο άκρο της Αττικής, ξεκινάμε ταξιδεύοντας βόρεια. Η σιδηροδρομική γραμμή ανηφορίζει περνώντας μέσα από φιλόξενους ελαιώνες και έλατα. Μέσα από τις συστάδες του φυλλώματος τους διακρίνουμε στα βορειοανατολικά το Πεντελικό όρος, και στα νότια τον Υμηττό, που φαντάζουν σαν μπλέ τοπία, με μουντό χρώμα, πολύ αγνά και καθαρά, καθώς βγαίνουμε από την πόλη. Υπάρχει μια μοναδική γοητεία του πλαισίου, μια τρυφερότητα, σε αυτό το τοπίο της ελληνικής υπαίθρου χώρας, μια σπάνια λεπτότητα στην ατμόσφαιρα, ειδικά τις πρώτες πρωινές ώρες, πολύ αναζωογονητική μετά το βασανιστήριο των θορύβων των Αθηνών.

Ο αέρας είναι γεμάτος από ευωδιαστές μυρωδιές αγρίων βοτάνων. Ανερχόμενοι στο ύψος μεταξύ των κορυφών του Πεντελικού όρους και του Υμηττού, και μόλις πέντε μίλια εκτός των Αθηνών, σταματούμε σε μια στάση που καλείται Ηράκλειο που είναι η διασταύρωση όπου οι ταξιδιώτες που θέλουν να πάνε προς τις πλαγιές του Πεντελικού όρους αλλάζουν τραίνο. Ενώ το δικό μας τραίνο που κατευθύνεται για Λαύριον σταματά, βλέπουμε μια γοητευτική παρέα: δυο χωριάτισσες να έχουν καθίσει σε ένα κούτσουρο ανάμεσα στα δέντρα, ενώ ένα παιδί κι ένα κατσίκι χοροπηδούν εκεί κοντά τους. Ευρισκόμαστε στην ενδοχώρα και μια απαλή χάρη, σε αρμονία με το φυσικό τοπίο, φαίνεται να ομορφαίνει τις σκηνές της καθημερινής ζωής που βλέπουμε καθώς περνούμε. Τώρα προχωράμε νότια, περνώντας μέσα από δάση. Κάθε διάκενο μεταξύ κορμών και φυλλωμάτων πλημμυρίζει από το θολό μπλέ φόντο του Υμηττού.

 

Μέσα στα πυκνά ελαιόδεντρα σταματάμε στο Χαλάνδρι. Βιαστικά μέσα από τα δένδρα έρχονται τρέχοντας δύο άνδρες με μια αρχαϊκή, θεϊκή μορφή. Λαχανιασμένοι, καταφέρνουν να φθάσουν εγκαίρως στο τραίνο μας, και σταματούν για μια στιγμή πριν ανέλθουν σε αυτό. Είναι κι οι δυο πολύ ψηλοί, ο λαιμός και το στήθος τους είναι, όντως, σαν του Θησέως, αλλά το παρουσιαστικό τους είναι ακόμα πιο όμορφο κι από ένα γλυπτό του Φειδία. Ο νεότερος έχει πιο λεπτό πρόσωπο, αλλά η μορφή του καθενός είναι του τύπου που βλέπουμε μόνον στην Αγγλία στα καλύτερα ελληνικά γλυπτά. Ο Φειδίας δεν θα είχε παρά μόνον να αντιγράψει τη φύση, να επιλέξει κι όχι να δημιουργήσει έναν τύπο.

Η πιο εντυπωσιακή διαφορά μορφής μεταξύ των δικών μας βορείων τύπων ανθρώπου και σε αυτά τα υπέροχα δείγματα της ανθρωπότητας, που υπάρχουν ακόμα στην ύπαιθρο της Ελλάδος, έγκειται στον τρόπο με τον οποίον ο λαιμός πηγάζει, σαν στήλη, από το στήθος και τους ώμους, μια ξεχωριστή μορφή που διακρίνεται κι από τα δύο και από την κεφαλή και από τον κορμό. Επίσης και από τη θέση που έχει το αυτί στο κεφάλι. Κοιτάζοντας το προφίλ του Ελληνικού προσώπου, το αυτί είναι τοποθετημένο στο κέντρο, μεταξύ της γραμμής του προσώπου και του πίσω μέρους του λαιμού, ενώ η γραμμή της γνάθου από το πηγούνι καμπυλώνεται προς τα εμπρός πίσω από το αυτί.

Αντιθέτως, στον βόρειο τύπο ανθρώπου, το αυτί είναι τοποθετημένο γενικά πιο πίσω, πίσω από τη γωνία της γνάθου. Η φυλή στην οποίαν ανήκουν αυτά τα υπέροχα πλάσματα που βλέπουμε, υποτίθεται ότι είναι ορεσίβια και μοιάζει πολύ με αυτήν των Αρβανιτών. Τα λευκά μακριά πουκάμισα του αργαλειού που δείχνουν τόσο ανόητα όταν ζωγραφίζονται άσχημα στα βιβλία κοστουμιών, φαντάζουν πολύ ελκυστικά στις υπέροχες φιγούρες των συνταξιδιωτών μας.

Το κοντό, τραχύ παλτό (γκούνε), φορεμένο στον έναν ώμο, κρέμεται ίσιο και βαρύ, σχηματίζοντας μια ευθεία γραμμή με τη φουστανέλα, γνωστή και ως μακρύ πουκάμισο. Τα τσαρούχια, δηλαδή υποδήματα που απολήγουν όπως οι ανυψωμένες άκρες της γόνδολας με τις άκαμπτες στρογγυλές φούντες τους τοποθετημένες επάνω τους, επιμηκύνουν τα πόδια και αποτελούν μια καλή βάση για αυτές τις υψηλές, φαρδιές φιγούρες. Μεγαλειώδης ομορφιά, πόσο πολύ, πολύ σπάνια είναι! Άνδρες και γυναίκες που την κατέχουν, πόσο ξεχωρίζουν από το κοινό κοπάδι των ανθρώπων.

Δυστυχώς για εμάς, αυτοί οι δύο Έλληνες επαρχιώτες που έχουν αυτό το σπάνιο χάρισμα της ομορφιάς μετακινούνται σε μια άλλη άμαξα και δεν τους βλέπουμε πλέον. Περνάμε τον Γέρακα και άλλους λιγότερο σημαντικούς σταθμούς. Σταματούμε συνεχώς και χρειαζόμαστε τέσσερις ώρες για να ταξιδέψουμε σαράντα μίλια. Όταν φτάνουμε στο Μαρκόπουλο, είκοσι δύο μίλια μακριά από την Αθήνα, βρίσκουμε να γίνονται μεγάλοι εορτασμοί. Ο καθεδρικός ναός ονομάζεται Αγία Παρασκευή, και κάτι πολύ σημαντικό τιμάται αυτήν την Παρασκευή. Η εκκλησία, κτισμένη σε ένα ύψωμα που δεσπόζει επάνω από τον σταθμό του τραίνου, είναι στολισμένη με σημαίες, κι ένα πλήθος ανθρώπων συγκεντρώνεται εμπρός από τη δυτική πύλη του ναού και γύρω από το εστιατόριο του σταθμού παρακάτω. Εδώ, για πρώτη φορά, βλέπουμε Ελληνίδες ντυμένες με την εθνική τους παραδοσιακή φορεσιά.

Οι μπροστινές πλευρές των πιο κομψών φορεμάτων είναι καλυμμένες με νομίσματα, οι κεφαλόδεσμοι είναι διακοσμημένοι ανάλογα. Κίτρινα και άλλα φωτεινά χρώματα σε μεταξωτά μαντήλια φοριούνται στο κεφάλι με επίσης φωτεινά χρωματιστά σάλια.
Όμως, ανάμεσα στο πλήθος ξεχωρίζει μια νεαρή γυναίκα με μαύρα που, μόλις την δούμε, καθηλώνει την προσοχή μας. Εδώ, πάλι, πράγματι βρίσκεται αυτό το σπανιότερο από τα δώρα, η υπερβατική ομορφιά — μια ομορφιά σίγουρα πολύ παράξενη και πολύ σπάνια. Το πρόσωπο της είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο. Ο Watts και ο Leighton θα δήλωναν και οι δύο ότι μεταξύ των Σκωτσέζων βρίσκεις πρόσωπα πολύ ελληνοπρεπή, του τύπου της καλύτερης περιόδου των ελληνικών νομισμάτων, λόγω της ομορφιάς και της διακριτικότητας στην “οστική δομή” τους.

Αυτή η εμφάνιση με μαύρο φόρεμα και μαύρο δαντελένιο σάλι, που καλύπτει το κεφάλι και τους ώμους της, μου θυμίζει Σκωτσέζες καλλονές που έχω δει. Το στόμα είναι πολύ γλυκό αλλά κάπως λυπημένο, η έκφρασή του γυναικεία και διστακτική· αλλά η μορφή κάθε χαρακτηριστικού είναι πιο ξεκάθαρα διαμορφωμένη, και πιο μεγαλοπρεπώς σχεδιασμένη από ό,τι στα Σκωτσέζικα πρόσωπα που θυμίζει.

Η έκφραση είναι παράξενα μαγευτική. Υπάρχει μια λεπτή γοητεία στο πρόσωπό της που, υπονοώντας κάθε είδους γοητευτική χάρη, σε βεβαιώνει ότι εδώ είναι ένα πρόσωπο στο οποίο συντελείται ένα θαύμα μυστηρίου. Όσο το μυστήριο σαγηνεύει, άλλο τόσο εντείνει το ενδιαφέρον. Σκωτσέζικο, Ελληνικό, αρχαίο, σύγχρονο, όπου κι αν το βρεις, σε συνεπαίρνει. Επιβάλλει μια απόκριση βαθιάς συμπάθειας, προτείνοντας συνεχώς κάτι που δεν μπορεί να οριστεί. Η Μόνα Λίζα, ο Φαύνος του Πραξιτέλη, τα μάτια του Βιρίλιο Ριτράτο του Τιτσιάνο στο Παλάτι Πίττι, η ευγενική Ελληνίδα κυρία με τη μαύρη δαντελένια μαντίλα στο εστιατόριο του σταθμού Μαρκοπούλου — όλα αυτά προκαλούν με διαφορετικούς τρόπους το ίδιο απροσδιόριστο ενδιαφέρον που αγγίζει την πιο βαθιά χορδή του ανθρώπου.

Το τρένο έχει σταματήσει για δέκα λεπτά, και για δέκα λεπτά αυτή η θεόπνευστη εμφάνιση μας έχει μαγέψει. Αρχίζουμε να απομακρυνόμαστε αργά από τη σκηνή της φασαρίας της Αγίας Παρασκευής, και το τελευταίο που βλέπω από την όμορφη εικόνα μου, που δεν θα ξεχαστεί ποτέ, είναι η μαυροντυμένη μορφή καθισμένη σε ένα στρογγυλό τραπέζι με την παρέα της να αρχίζουν το γεύμα. Σε μισή ώρα, η Ελλάδα μας χάρισε το σπανιότερο από όλα τα θεάματα, την τέλεια ομορφιά σε ανθρώπινη μορφή, τόσο σε άνδρα όσο και σε γυναίκα.

Αφού περάσαμε τον σταθμό της Κερατέας, κατηφορίζουμε ακόμα νοτιότερα από τα υψίπεδα που διασχίζουμε, κατά μήκος των χαμηλότερων πλαγιών του Υμηττού, κάτω σε μια κοιλάδα ανάμεσα σε καταπράσινες πλαγιές γεμάτες από έλατα, προς το ασχημότερο μέρος που έχουμε δει στην Ελλάδα – το Λαύριον. Η ίδια η πόλη είναι κέντρο της μεταλλευτικής περιοχής στην οποίαν δραστηριοποιούνται Ελληνικές και επίσης Γαλλικές εταιρείες. Έχουν βρεθεί διάφορα είδη ψευδαργύρου, μολύβδου και γαληνίτη επίσης.

Τα ορυχεία είναι αξιοπρόσεκτα διότι τα αναφέρει ο Αισχύλος, και ο Μάρρεϊ μας λέει ότι έχουν ανακαλυφθεί 2.000 αρχαία φρεάτια και στοές, μερικοί από τους θαλάμους έχουν 30 πόδια ύψος και 50 γυάρδες πλάτος. Εκεί έχουν βρεθεί πολλά παλιά λυχνάρια, αξίνες και εργαλεία. Αλλά δεν βλέπουμε τίποτε από όλα αυτά, τίποτε άλλο δεν βλέπουμε παρά μόνον ανακατεμένα χώματα, παραμορφωμένες πλαγιές λόφων και απόβλητα. Κι υψηλές καμινάδες, όλη αυτήν την ανεξέλεγκτη ασχήμια! Σε κάθε περίπτωση, η άμαξα για την οποίαν τηλεγραφήσαμε από Αθήνα μας περιμένει, κι έτσι εγκαταλείπουμε με χαρά τα σκηνικά αυτών των μεταλλευτικών βιομηχανιών του παρελθόντος και του παρόντος, κατευθυνόμενοι επάνω στις πλαγιές που ευρίσκονται ανάμεσα στο Λαύριο και τις Καβοκολώνες. Η θάλασσα μας προσφέρει ένα γενικευμένο θέαμα από νησιά πελιδνού αμέθυστου, μουντού μέσα στο φως του ήλιου: «Νησιά που στεφανώνουν τα βάθη του Αιγαίου».

Μερικές φορές ο δρόμος περνά επάνω από την ακτή, και βλέπουμε κάτω σαν από μια λαμπρότητα κοσμημάτων, τα χρώματα μέσα από τα ρηχά κύματα της ακτής της θάλασσας. Βαθιά χρυσαφένια χόρτα και πράσινα βότανα κυματίζουν ενάντια στο υγρό μπλέ και πράσινο του νερού. Η νήσος της Ελένης είναι η πιο κοντινή στην ακτή. Το σύγχρονο όνομα της νήσου είναι Μακρόνησος. Η παράδοση που θέλει την Ελένη να έχει ξαποστάσει σε αυτή τη νήσο όταν δραπέτευσε με τον Πάρη από τον άνδρα της και το σπιτικό της, έχει προφανώς ξεθωριάσει στη μνήμη των συγχρόνων Ελλήνων.

Ανεβοκατεβαίνουμε στις πλαγιές των λόφων, ακολουθώντας για δύο σχεδόν ώρες, έναν ανώμαλο δρόμο. Κατόπιν βλέπουμε τις λευκές μαρμάρινες στήλες του Ναού του Σουνίου, σκαρφαλωμένες σε έναν απότομο, απόκρημνο βράχο που υψώνεται κατά μήκος μιας κοιλάδας, και σε είκοσι λεπτά βρισκόμαστε στους πρόποδες του βράχου. Ο αμαξάς δεν μπορεί να αφήσει τα άλογα του μόνα τους, κι έτσι ο C. B. με έναν γρήγορο ρυθμό, φορτώνεται το καλάθι με το μεσημεριανό μας και με ανδρεία ξεκινά την απότομη ανάβαση. Ο Κ. Β. ανηφορίζει το μονοπάτι με τα θυμάρια κι εγώ τον ακολουθώ αργά. Είναι μία η ώρα και ο ήλιος λάμπει παντού. Αλλά αυτό το ελαφρό αεράκι της Ελλάδος μετριάζει την επίδραση του υπερισχύοντος φωτός και της θερμότητάς.

Δεν φυσάει καθόλου άνεμος, αλλά ένα αίσθημα ζωηρότητας, κάποιο όζον στον αέρα, εμπνέει και χαροποιεί. Φτάνουμε στα πανέμορφα λευκά ερείπια, τόσο πολύ λευκά που κάνουν αντίθεση με τη γαλάζια θάλασσα από κάτω, και με τα βιολετί νησιά στον ορίζοντα. Πηγαίνουμε στην εξωτερική άκρη του μαρμάρινου δαπέδου του ναού και κοιτάζουμε κατευθείαν κάτω τη θάλασσα. Τι χρώματα επιπλέουν γύρω από αυτήν την ακτή της Ελλάδος, όλα διάφανα στο φως, αλλά τόσο καθαρά και τόσο ξεχωριστά – αμέθυστος, σμαραγδί, οπάλιο, αποχρώσεις του αχάτη, όλα ανακατεμένα στους κυματισμούς, να λιώνουν στους απέραντους κάμπους του γαλάζιου ζαφειριού του ορίζοντα. Σε αυτές τις πεδιάδες των απαλά ταλαντευόμενων χρωμάτων, τις ημέρες του μεγαλείου της Ελλάδος, αυτές οι λευκές μαρμάρινες στήλες, που εξορύσσοντο από τις πλαγιές του Υμηττού του μελιού, καλωσόριζαν τους πολεμιστές που επέστρεφαν με τις γαλέρες τους από τις ξένες ακτές. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Ποσειδώνα, κοντά σε έναν αδελφικό ναό που ήταν αφιερωμένος προς την Αθηνά, και του οποίου σώζονται μόνον τα θεμέλια.

Ένας δραματικός, βυρωνικός κουρσάρος, λευκή πουκαμίσα, γονδολοειδές υπόδημα, όπλο στο χέρι, εμφανίζεται στη γραμμή του ουρανού. Είναι κατ’ εξοχήν γραφικός, υψηλός και όμορφος, αλλά όχι του τύπου των αγαλμάτων του Φειδία. Αυτός είναι η συνειδητή ομορφιά του τοπίου. Καθώς προχωράμε εκείνος ξεκινά από τη μια μεριά και χτυπά ,με ρυθμό το όπλο του στον τοίχο. Ανάμεσα στα μαρμάρινα διαστήματα βρίσκουμε μια σκιερή γωνιά που κοιτάζει προς την ενδοχώρα. Γευματίζουμε σε αυτήν. Από κάτω μας, στην πλαγιά του λόφου, υπάρχουν χαμόσπιτα και λίγοι εργάτες που στέκονται τριγύρω. Ο C. B. έχει μια εμπνευσμένη επιθυμία να ταΐσει αυτούς τους ανθρώπους με κρέας, αφού όπως υποθέτει, πολύ σπάνια το γεύονται, κι όπως συμβαίνει πάντοτε τα ξενοδοχεία παρέχουν ένα σωρό φέτες για το πικ νικ.

Έτσι, ο C. B. σκαρφαλώνει επάνω στον βράχο, και δίνει στους εργάτες ένα πακέτο με κρέας και ψωμί. Αμέσως κάνουν την εμφάνιση τους περισσότεροι ιθαγενείς, και μεταξύ αυτών εμφανίζεται πολύ σύντομα επίσης και ο δραματικός κουρσάρος. Φτιάχνουμε ένα ακόμα πακέτο για αυτούς, το οποίο γίνεται δεκτό με ευγνωμοσύνη. Τώρα αυτοί οι καλοί άνθρωποι θέλουν να κάνουν κάτι για εμάς. Μήπως θέλουμε νερό; Όχι, έχουμε και νερό και κρασί. Αλλά ο κουρσάρος όμως θα μπορούσε να απαθανατισθεί. Έτσι του επεξηγώ με κινήσεις δείχνοντάς του την Kodak. Καταλαβαίνει αμέσως. Ίσως βρίσκεται εκεί με την προοπτική να φωτογραφηθεί. Αυτός, με τη σειρά του, κάνει σήματα και πυροβολεί σε ένα σπιτάκι που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του ναού, πίσω από το οποίο απλώνεται επάνω στη θάλασσα η Νήσος της Ελένης.

Σε τρία λεπτά εμφανίζεται με μια ολοκάθαρη σιδερωμένη μακριά πουκαμίσα από λαμπερό λευκό ύφασμα. Πριν φορούσε μια καλοζυγιασμένη χαλαρή φουστανέλα. Το έκανε για να πετύχει κάτι καλύτερο, σύμφωνα με τα φώτα του, οπότε έπρεπε να φωτογραφηθεί με το πλυμένο ρούχο, πρώτα όρθιος και μετά καθιστός. Προφανώς τα ξέρει όλα απ’ έξω, τόσο καλά όπως και κάθε μοντέλο σε σχολή Καλών Τεχνών. Εν συνεχεία, καθώς δεν έχουμε άλλον χρόνο, αρχίζουμε να κατεβαίνουμε τον βράχο. Μόνο ένα τραίνο έρχεται από την Αθήνα και επιστρέφει στην Αθήνα την ίδια ημέρα.
Πόσο απολαυστικές ήταν αυτές οι ώρες που ξοδέψαμε ανάμεσα στις στήλες από λευκό μάρμαρο του Ναού του Σουνίου. Τα πάντα στην Ελλάδα, εκτός από την τρομακτική συνοικία του Λαυρίου, σου αφήνουν την αίσθηση ότι κάποια ημέρα πρέπει να επιστρέψεις.

Το ζεστό απογευματινό φως τυλίγει τις κορυφογραμμές των λόφων καθώς ανηφορίζουμε την κοιλάδα προς την Κερατέα. Σταματάμε ξανά στο Μαρκόπουλο. Μάταια αναζητώ τη μαυροφορεμένη φιγούρα με τη μαγευτική ομορφιά. Η γιορτή τέλειωσε, το πλήθος έχει ως επί το πλείστον διασκορπισθεί. Πιο πάνω από τον σταθμό του τραίνου, μπροστά από την εκκλησία, δύο τεράστιοι άνδρες με ολόσωμες φορεσιές επιβαίνουν σε κάτι μικρά γαϊδούρια. Προφανώς έχουν τιμήσει τη μνήμη της Αγίας Παρασκευής μεθώντας. Ο ένας είναι πολύ βαρύ φορτίο για τη ράχη του γαϊδάρου, ο οποίος, ωστόσο, είναι ένα ζώο με χαρακτήρα, διότι αρνείται σταθερά να περάσει επάνω από ένα απίστευτα απότομο ανάχωμα, κι αντί αυτού στριφογυρίζει κυκλικά μπροστά του, με την πλεκτή φουστανέλα του αναβάτη του να πετά, σαν σβούρα, στον αέρα. Κανένα κτύπημα από τον Βαλαάμ δεν φαίνεται να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Τελικά, καθώς το τραίνο μας προχωρά, βλέπουμε τον άνδρα και το ζωντανό να τα βρίσκουν και τρέχουν άνετα μαζί.

Και πάλι περνάμε μέσα από τους ελαιώνες στους οποίους έτρεχαν οι φιγούρες του Φειδία για να προλάβουν το τραίνο σήμερα το πρωί. Αυτή την φορά δυο κοριτσάκια κόβουν βόλτες μέσα στα δένδρα βόσκοντας πολύ προσεκτικά ένα κοπάδι χήνες που βρίσκονται μπροστά τους και για να τις κατευθύνουν στη βοσκή κρατούν στα χέρια τους δύο μακριά καλάμια, τα οποία φτάνουν σε μήκος περίπου έξι φορές όσο το ύψος των κοριτσιών. Το λυκόφως φεγγίζει ακόμα στον ουρανό, αλλά σε αυτό το άλσος όλα είναι μια σκοτεινή σκιά, εκτός από τις χήνες, που φεγγίζουν πάλευκες.

Η ασυνειδητοποίητη χάρη των μικρών κοριτσιών, καθώς ακολουθούν το κοπάδι, φτιάχνουν μια εικόνα ελληνικού φυσικού τοπίου, έναν υπέροχο συνδυασμό. Άραγε τι έχει αυτή η ύπαιθρος της Ελλάδος που κάνει το κάθε τι ποίηση;
“Ένα κοπάδι που βόσκει – η αίσθηση της γαλήνης – η μακρά, γλυκιά σιωπή – αυτή είναι η Ελλάδα.”
Ναι, αλλά όχι η Αθήνα! Η εκλογή του δημάρχου την ερχομένη Παρασκευή, σε μία εβδομάδα από σήμερα, μια υπόθεση που προκαλεί κάθε απόγευμα έναν ισχυρό διονυσιακό ενθουσιασμό και θόρυβο στους δρόμους των Αθηνών, επηρεάζει την ηρεμία μας, ακόμα κι εδώ, στο τραίνο.

Στο Μαρκόπουλο κάποιος άνθρωπος, που φαίνεται επιφορτισμένος με μια σημαντική αποστολή, εισέρχεται στο βαγόνι μας. Σε κάθε σταθμό κατεβαίνει και ομιλεί κι ένα μικρό πλήθος μαζεύεται αμέσως γύρω του. Είναι ο εκπρόσωπος, προφανώς, του αντιδημοκρατικού υποψηφίου, και ο κομματάρχης του. Ένας ευπαρουσίαστος, ηλικιωμένος κύριος, με ελληνική φορεσιά, που έχει τον αέρα ενός καλοστεκούμενου επαρχιώτη άρχοντα, ανεβαίνει σε μία από τις στάσεις και προφανώς συμφωνεί με τον ρήτορα. Έχει, ωστόσο, την ηρεμία που χρειάζεται ώστε να διεξάγει τη συζήτηση σε ευχάριστο τόνο, κάτι που θυμίζει τη φυλή του Βαρβάρου, του Matthew Arnold.

Οδός 3ης Σεπτεμβρίου

Ο συρμός γεμίζει καθώς πλησιάζουμε στην Αθήνα, και η πολιτική είναι το θέμα της συζητήσεως. Από όσο μπορούμε να καταλάβουμε αποδοκιμάζεται ο φανατισμός των δημοκρατών. Άρχισε να νυχτώνει. Το ουράνιο στερέωμα είναι γεμάτο άστρα, λαμπερά, φωτεινά και μεγάλα. Μικρές λάμπες λαδιού ανάβουν στο μικρό μας βαγόνι, οι συνταξιδιώτες μας συνεχίζουν να μιλούν με θέρμη, και ο ρήτορας μας εξακολουθεί να μπαινοβγαίνει σε κάθε σταθμό.

Είχαμε μια κουραστική ημέρα. Έχουμε κουραστεί επιπλέον κι από αυτήν την αργή πορεία και τις συνεχείς στάσεις. Το τρεμούλιασμα του τραίνου φαίνεται να γίνεται χρόνια πάθηση. Η ελπίδα πως θα φτάσουμε κάποτε επιτέλους στην Αθήνα αρχίζει να εξανεμίζεται καθώς μας καταβάλει όλο και περισσότερο η κούραση. Στις οκτώ η ώρα όμως βρισκόμαστε σε έναν πολύβουο δρόμο της ούτω καλουμένης στάσεως, στην Κηφισιά.

Be the first to comment on "Αθήνα – Λαύριο: Ταξίδι με το τρένο στις αρχές του 20ού αιώνα"

Leave a comment

Your email address will not be published.


*