― Θὰ πανδρευθῆτε, παιδιά, ἢ νὰ πανδρευτῶ;
Τοιαύτην τινὰ νουθεσίαν μετ᾽ ἀπειλῆς ἀπηύθυνεν ἐπανειλημμένως εἰς τοὺς δύο υἱούς του ὁ γερο-Σαράντος, πάρεδρος τοῦ ὡραίου καὶ μαγευτικοῦ χωρίου, γέρων ἑξηνταπέντε ἐτῶν, μὲ κόκκινα μάγουλα καὶ μὲ σιδηρᾶν ὑγείαν. Καὶ ἦτο ἱκανός, ἂν δὲν τὸν ἤκουαν, νὰ τὸ κάμῃ. Εἰς τὰς χωρικὰς οἰκίας, βλέπεις, ἡ γυνὴ δὲν χρησιμεύει μόνον ὡς γυνή, ὡς οἰκοκυρὰ καὶ ὡς μήτηρ, ἀλλ᾽ ὁ προορισμός της εὐρύνεται ὅσον εἶναι εὐρὺς ὁ ὁρίζων τοῦ δροσεροῦ χωρίου, κειμένου εἰς τὸ κέντρον γοητευτικοῦ ὀροπεδίου ἀνάμεσα εἰς τέσσαρας ἐξεχούσας ράχεις, ὅπου εὐωδιάζει ὁ θύμος, ἡ φασκομηλιὰ καὶ τὸ ὕσσωπον, καὶ ὅπου τὰ πεῦκα, ὡς χειροκρατούμενα παιδία, σείονται ὅλα ὁμοῦ μὲ μίαν ὁμοιόμορφον κίνησιν ἀπὸ τὴν αὐτὴν ριπὴν τοῦ βορρᾶ, τοῦ καταφερομένου ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς ἐπιβλητικῆς Πεντέλης. Ἐκεῖ ἡ γυνὴ τρέχει κατόπιν τοῦ ἀνδρὸς εἰς τὸ χωράφι, τὸν βοηθεῖ εἰς ὅλας τὰς ἐργασίας, μὲ τὴν ἀριστερὰν κρατοῦσα εἰς τὴν ἀγκάλην τὸ τελευταῖόν της τρίμηνον νεογνόν, μὲ τὴν δεξιὰν συλλέγουσα χόρτα διὰ τὴν προβατίναν ἢ λάχανα διὰ τὸ ἑσπερινὸν δεῖπνον, καὶ πολλάκις ἀποκοιμίζουσα τὸ βρέφος ἐπὶ τῆς χλόης, ὑπὸ τὴν ἀμυγδαλέαν ἀνθοῦσαν ἢ ὑπὸ τὴν μηλέαν φυλλορροοῦσαν, ἀσχολεῖται αὐτὴ νὰ βοτανίζῃ, νὰ σκαλίζῃ ἢ καὶ νὰ σκάπτῃ ἐνίοτε. Χωρικὴ δὲ οἰκία χωρὶς γυναῖκα θὰ ἦτο ὡς ἐρημία χωρὶς ὄασιν.
Ἤκουαν τὴν νουθεσίαν τοῦ γέροντος ὁ Στάμος καὶ ὁ Ζῆσος, οἱ δύο ἀδελφοί, καὶ δὲν ἐπίστευον ὅτι ἦτο ἱκανὸς νὰ πραγματοποιήσῃ τὴν ἀπειλήν του, καὶ ἀνέβαλλον ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν τὴν περὶ γάμου σκέψιν. Ἀλλ᾽ ὁ Ζῆσος, ὁ νεώτερος, ἐκλήθη κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο νὰ ὑπηρετήσῃ εἰς τὸν στρατόν, ὁ δὲ Στάμος, μένων εἰς τὸ χωρίον καὶ γεωργῶν, ὑπέσχετο εἰς τὸν πατέρα του ὅτι, ἅμα ἀφεθῇ ὁ Ζῆσος καὶ ἐπιστρέψῃ, τότε αὐτὸς θὰ ὑπανδρευθῇ. Ἀλλ᾽ ἕνεκα τῆς ἀπουσίας τοῦ Ζήσου ἡ μοναξία τῆς οἰκίας ἐφαίνετο μεγαλυτέρα καὶ ἡ ἀνάγκη βοηθοῦ ἦτο μᾶλλον ἐπαισθητή. Κατὰ δὲ τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα, ὅτε λαβὼν ἄδειαν ἀπουσίας ὁ Ζῆσος, ἦλθε νὰ τοὺς ἰδῇ, παραδόξως ὁ γέρων εἶχε παύσει νὰ ὁμιλῇ περὶ γάμου εἰς τὸν Στάμον.
Ὁ Στάμος εἰκοσιτετραέτης, ἦτο ὑψηλός, εὐτραφής, ἀφρόξανθος τὴν τρίχα, ἥσυχος, ἀπονήρευτος, μὲ ἀόριστον βλέμμα καὶ μὲ ἄχρουν τοῦ προσώπου τὴν ἔκφρασιν. Ὁ Ζῆσος εἰκοσιδιέτης, ἦτο ὀλίγον τι βραχύτερος τὸ ἀνάστημα, λιγνός, μὲ καστανὴν κόμην, πονηρὸς τὸ βλέμμα, γοργὸς κ᾽ εὐκίνητος. Τὴν ἑσπέραν τῆς Μεγάλης Πέμπτης, τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὴν ἄφιξιν τοῦ Ζήσου ἐλθόντος ἐπ᾽ ἀδείᾳ, εἶχον καθίσει περὶ τὴν τράπεζάν των, σταυροπόδι κ᾽ οἱ τρεῖς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς καλύβης, τοῦ ἀμαυροῦ καὶ μὴ ἐπιχρισθέντος πλέον μὲ ἀσβέστην ἀπὸ τοῦ θανάτου τῆς γρια-Σαράνταινας (ἦτον καλὴ νοικοκυρὰ καὶ προκομμένη πολύ, ἡ μακαρίτισσα, Θεὸς σχωρέσ᾽ την!) καὶ συνωμίλουν περὶ τῶν ἀγρῶν των, περὶ τῶν τελευταίων βροχῶν, προμηνυουσῶν εὐφορίαν κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο.
Αἴφνης εἰσέρχεται ἡ γραῖα Σιδερή, χωρικὴ χήρα, μὲ δύο υἱοὺς ἐγγάμους, οἵτινες τὴν εἶχαν ἀφήσει εἰς τὴν τύχην της, καὶ μὲ κόρην ἄγαμον, καὶ καλησπερίζει τοὺς τρεῖς ἄνδρας. Ὁ γέρων πάρεδρος τῆς ἔδειξε σκαμνίον νὰ καθίσῃ, καὶ ἡ γραῖα, ἑξηκοντοῦτις, εὔρωστος, μὲ κολπούμενα στήθη, διατηροῦσα ἴχνη καλλονῆς, ἤρχισε, θαρρετή, νὰ ὁμιλῇ ἑλληνοαλβανιστὶ πρὸς τὸν μπαρμπα-Σαράντην.
Ἡ Φλώρα της, ἔχει μείνει ὀρφανὴ εἰς ἡλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν, καὶ ὁ μεγάλος ὁ γυιός της, διὰ νὰ τὴν ξεφορτωθῇ, χωρὶς νὰ ἐρωτήσῃ τὴν μητέρα του, τὴν ἔδωκεν ὡς ψυχοπαίδαν, τάχα, πράγματι ὡς δούλαν εἰς ἕνα σπίτι, μέσα εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἐκεῖ ἐπολιτίσθη καὶ ἄλλαξε τὴν φορεσιά της (ντήοϊ φορεσὲς) κ᾽ ἐξέχασε νὰ ὁμιλῇ ἀλμπιρίστι* κ᾽ ἔμαθε νὰ ὁμιλῇ σκληρίστι*. Εἰς τὰ χέρια ἐκείνης τῆς οἰκογενείας, ἐμεγάλωσε, κ᾽ ἔγινε δεκαεπτὰ χρονῶν, καὶ τότε ἀπέθανεν ἡ κυρά της. Σὰν ἀπέθανεν ἡ κυρά της, καὶ εἶχε μεγαλώσει κι αὐτή, δὲν ἠμποροῦσε «νὰ κάμῃ χωριὸ» μὲ τὸν ἀφέντη της, γιατὶ δὲν ἦτον, ἂν καὶ μὲ κατάλαβες, ἀπὸ ᾽κεῖνες ποὺ ξέρεις (ἀγιὸ σ᾽ ἴστεν νκάτο τσεντή) κ᾽ ἔτσι ἕνα πρωί, σηκώνεται καὶ παίρνει τὰ ρουχαλάκια της, καὶ φεύγει. Τῆς εἶπαν νὰ πάῃ σ᾽ ἕνα ἄλλο σπίτι τίμιο, νὰ ὑπηρετῇ, μὰ αὐτὴ δὲν ἔστρεξε, κ᾽ ἔβαλε τὰ πράματά της μέσα εἰς τὸ πρῶτο κάρο, ποὺ ἔφευγε γιὰ τὰ Μεσόγεια, ἐμβῆκε κι αὐτὴ μέσα, κ᾽ ἐπῆγε στὸ Χαλάνδρι, ποὺ ἦτον πανδρεμένος ὁ μικρότερος ἀδελφός της, ὁ ἄλλος, ὄχι ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἔβαλε ψυχοπαίδα στ᾽ Ἀθηναίικο σπίτι. Γιατὶ πρῶτα, ὅσο ἦτον ἀνύπανδρος ὁ δεύτερος ὁ γυιός της, τὰ εἶχαν κ᾽ οἱ δύο ἀμοίραστα, τὰ †πατροδικά† τους, κ᾽ ἐμάλωναν κάθε μέρα, ὣς ποὺ τό ᾽ριξαν ἔξω, καὶ δὲν τὰ ἐκοίταζαν καλά, κ᾽ ἔτσι τ᾽ ἀμπέλια ἀπόμειναν κλάρες, κ᾽ ἐχέρσωσαν, καὶ δὲν ἔκαναν πλιὰ οὔτε γιὰ «μισὸν καιρὸ» τὸ κρασὶ τῆς χρονιᾶς τους. Καὶ τὰ ποτιστικὰ πάλι τὰ μοίρασαν κ᾽ εἶχαν συμφωνία γιὰ τὸ νερό, «ἥλιο-μπήλιο»* ὁ ἕνας, «ἥλιο-μπήλιο» ὁ ἄλλος. Κι ὕστερα, σὰν ὑπανδρεύθη ὁ δεύτερος ὁ γυιός της στὸ Χαλάνδρι, ἐτράβηξε χέρι, καὶ τὰ μοίρασαν ὅλα κ᾽ ἔτσι ηὗρε κι αὐτὴ τὴν ἡσυχία της, ὁποὺ δὲν ἐπρόκανε πρῶτα νὰ τοὺς μονοιάζῃ, ποὺ μάλωναν κάθε λίγο. Τώρα, σὰν ἐπῆγε ἡ Φλώρα στὸ Χαλάνδρι, ἔμεινε στὸ σπίτι τοῦ ἀδερφοῦ της δυὸ-τρεῖς ᾽βδομάδες, ὣς ποὺ τὰ χάλασαν μὲ τὴ νύφη της ―νύφη κι ἀνδραδέλφη δὲν κάνουν, βλέπεις, σ᾽ ἕνα σπίτι― κ᾽ ἔτσι ἡ Φλώρα ἐσηκώθη, κ᾽ ἐπῆρε τὰ ρουχάκια της, καὶ τὰ ἐφόρτωσε σ᾽ ἕνα κάρο, κι ἀνέβηκε κι αὐτὴ ἀπάνου στὸ κάρο, κι ἦρθε στὸ χωριό, στὴ μητέρα της. Εἶναι τρεῖς ᾽βδομάδες ποὺ ἦρθε, μὰ κρύβεται μὲς στὸ σπιτάκι, καὶ κανεὶς δὲν τὴν εἶδε. Μόνον μιὰ φορὰ τὴν εἶχε καταφέρει, ἐψές, νὰ βγῇ νὰ πάρῃ λίγο τὸν ἀέρα της, καὶ τὴν ἔστειλε ν᾽ ἀλλάξῃ τὴν προβατίνα, ποὺ τὴν εἶχε δεμένη ἔξω στὸ χωράφι.
«Εἶναι μιὰ κοπέλα ὣς κεῖ ἐπάνου, (νι βὰζ ἐγγλιὰτ ἲστ ἐλάρτ) καὶ δὲ θὰ τὴν ἀφήσῃ μὲ τὶς φοῦστες, ποὺ φορεῖ. Θὰ τὴν φορέσῃ “τσεμπὲρ ἒ ποδὲ ἔδε γγοῦνε ἐδὲ κεμίσι νὲ κεντὴμ ἐδὲ πεσκούλια”*. Ἔχει αὐτὴ μπόλιες νὰ τῆς φορέσῃ. Εἶναι ἀπ᾽ τὰ μικρά της χρόνια δουλευτάρισσα, καὶ γλήγορα πάλι θὰ συνηθίσῃ στὰ ὄξου. Ὁ μεγάλος ὁ γυιός της ἐδέχθηκε νὰ τῆς δώσῃ τρία στρέμματα χωράφι καὶ δυὸ προβατίνες, καὶ τὸν ἄλλον τὸν μικρό, αὐτή, ἡ γριὰ Σιδερή, θὰ τὸν καταφέρῃ νὰ τῆς δώσῃ κάτι τι, τῆς Φλώρας, γιὰ νὰ τὴν πανδρέψουνε. Ὁ ἄνδρας της ὁ συχωρεμένος (τὸν θυμᾶται καλὰ ὁ κὺρ Σαράντης) δὲν ἦτον ζευγολάτης σὰν τοὺς γυιούς του, ἦτον Βλάχος, τσοπάνης στὸ βουνό, καὶ τῆς βρίσκονται ἀκόμη κάτι φλωριὰ γιὰ νὰ στολίσῃ τὴν ποδιὰ τῆς Φλώρας. Κάνει νὰ τῆς δίνῃ κι ὁ ἀφεντικός της, στὴν Ἀθήνα, ἀπάνου ἀπὸ πεντακόσιες δραχμὲς γιὰ τοὺς μισθούς της, καὶ στὸ δικαστήριο, ἂν χρειασθῇ, θὰ πᾶνε γιὰ νὰ βροῦν τὸ δίκιο τους. Πιστεύει πὼς ἡ Φλώρα της θὰ γίνῃ καλὴ νοικοκυρά, γιατὶ ἐφύλαξε τὴν τιμή της, καὶ κοντὰ στὶς δουλειὲς τοῦ χωραφιοῦ, ἔμαθε, μὲς στὴν Ἀθήνα, καὶ τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ καλύτερ᾽ ἀπὸ κάθε μία. Αὐτὰ εἶχε νὰ πῇ.»
* * *
Ὁ γερο-Σαράντης ἤκουσε ψυχρῶς τὴν ἐξήγησιν ταύτην τῆς γραίας Σιδερῆς, εἰς τὸ τέλος τῆς ὁποίας, ὑπενοεῖτο πρότασις περὶ γάμου. Ὁ Στάμος ἤκουε σχεδὸν ἀλλόφρων, ὡς νὰ μὴ ἐνόει τί ἤθελε νὰ εἴπῃ ἡ γραῖα χωρική. Μόνος ὁ Ζῆσος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς, κ᾽ ἔδειξέ τινα συγκίνησιν ὅταν ἤκουσε τὸ ὄνομα τῆς ἡρωίδος, ὡς καὶ τὸν ὑπαινιγμόν, ὃν ἔκαμεν ἡ γραῖα ὁμιλοῦσα περὶ τῆς φυγῆς τῆς κόρης της ἐκ τῆς ἀθηναϊκῆς οἰκίας, μετὰ τὸν θάνατον τῆς κυρίας της.
Εἰς τὴν πρότασιν ἀπήντησεν ὁ γέρων πάρεδρος δι᾽ ἀοριστιῶν καὶ δι᾽ ἀναβολῶν, λέγων ὅτι δὲν ἔκαμεν ἀκόμη σκέψιν μὲ τοὺς υἱούς του περὶ γάμου (ἐνταῦθα ὁ Ζῆσος ἐστράφη κ᾽ ἐκοίταξεν ἐπιτιμητικῶς τὸν πατέρα του) ὅτι τὰ παιδιά του εἶν᾽ ἐλεύθερα νὰ νυμφευθῶσιν ἢ ὄχι καὶ ὅτι ἔχουν καιρόν. Ἡ γραῖα Σιδερὴ ἐξῆλθε μὲ μαραμμένον τὸ ἦθος.
Μόλις ἐκρύβη αὕτη κάμψασα τὴν πρὸς τὰ δεξιὰ πρώτην γωνίαν, καὶ ὄπισθεν τοῦ φράκτου ἀριστερόθεν, ἐνῷ ἐνύκτωνεν ἤδη, ἐξῆλθεν ἡ γειτόνισσα ἡ Γιωργούλα. Αὕτη εἶχεν ἰδεῖ τὴν γραῖαν εἰσερχομένην εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ μπαρμπα-Σαράντου, καὶ ὀκλάζουσα ὄπισθεν τοῦ φράκτου, ἐπαραμόνευεν ἐκεῖ εἰς τὸ προαύλιον. Ἴσως νὰ ἠκροᾶτο, τί ἔλεγαν μέσα εἰς τὴν καλύβην.
Εἰσῆλθεν ἐξυπόλυτη, μὲ τὴν μπόλιαν της ἀνεμίζουσαν, ὁρμητική, ὡς ἄελλα, καὶ εὐθὺς μετὰ τὴν καλησπέραν, ἤρχισε, χωρὶς νὰ παίρνῃ ἀνασασμόν, νὰ λέγῃ:
― Τί σᾶς εἶπ᾽ αὐτή; Μὴν ἦρθε νὰ σᾶς φορτώσῃ τὴν τσούπα της; Τὰ μάτια σου τέσσερα, Στάμο! Τὴν ξέρετε τί παστρικιὰ εἶναι ἡ κόρη της; Ἡ πομπιωμένη*, ποὺ κυλιότανε τόσα χρόνια στὰ ξένα σπίτια, μὲς στὴν Ἀθήνα, καὶ ποιὸς ξέρει τί μπομπές, τί ρεζιλίκια ἔπαθε, ποὺ τὴν ἔκαναν καὶ τὴν ἔδειχναν τ᾽ ἀφεντικά της ὣς ποὺ τὴν ἔδιωξαν ἀπ᾽ τὸ σπίτι (ποιὸς ξέρει ἂν δὲν τὴν ἔπιασαν κλέφτρα;) καὶ τώρα θέλει νὰ μᾶς κάμῃ τὴν τίμια, νὰ νοικοκυρευτῇ, κιόλας! Τὸ νοῦ σου, Στάμο! Κοίταξε, μὴ σὲ καταφέρουν καὶ σοῦ τήνε φορτώσουνε! Δὲν ἔχουμε τάχα κορίτσια νὰ σοῦ δώσουμε, κ᾽ εἶναι καμμιὰ ἀνάγκη νὰ ξεπέσῃς σ᾽ αὐτή; Νὰ σὲ ἰδῶ, Στάμο!
Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα εἶπε μετὰ βίας καὶ ὁρμῆς παραφόρου ἡ Γιωργούλα, ὡς νὰ ἐπήδων αἱ λέξεις συνωθούμεναι καὶ διαγκωνιζόμεναι ἀπὸ τὸ στόμα της. Ὁ γέρων πάρεδρος ἔκαμνε νεύματα ἀπελπιστικά, μὴ δυνάμενος ν᾽ ἀνακόψῃ τὸν χείμαρρον τῶν λόγων της, θέλων νὰ βεβαιώσῃ ὅτι ἡ γραῖα Σιδερὴ οὐδὲν τοιοῦτον ἐπρότεινε, καὶ μὴ εὑρίσκων στιγμὴν διὰ νὰ τὸ παρενείρῃ. Τέλος ὁ ροῦς τῶν λόγων ἔγινε βραδύτερος, καὶ ὁ γέρων ἐπρόφθασε νὰ εἴπῃ:
― Δὲν εἶναι τίποτε, κυρα-Γιωργούλα, ἡσύχασε. Ξέρω ἐγὼ τί θὰ κάμω.
― Ἂν ἦτον καθαρή, ἐπανέλαβε μὲ νέαν ὁρμὴν ἡ Γιωργούλα, χωρὶς νὰ δώσῃ προσοχὴν εἰς τὴν διακοπὴν τοῦ γερο-Σαράντου, ἔπρεπε νὰ βγαίνῃ στὸν κόσμο νὰ τήνε βλέπουνε. Γιατί κρύβεται, καὶ δὲ βγαίνει ἀπὸ τὸ σπίτι, καὶ ψυχὴ δὲν τὴν εἶδε, ποὺ ἔχει ἕνα μῆνα στὸ χωριό; Ἄνθρωπος ποὺ τὸ ἔχει καθαρὸ αὐτό (τύψασα τὸ μέτωπον) δὲ φοβᾶται, δὲν κρύβεται. Ἔχει μπομπὲς καμωμένες, καὶ γιὰ δαῦτο κρύβεται καὶ δὲ βγαίνει στὸν κόσμο.
Ἐπρόσθεσε πολλὰ ἄλλα ἡ Γιωργούλα καὶ εἶτα, μ᾽ ἐλαφρὸν βῆμα, τρέχουσα, ξυπόλυτη, μὲ τὴν ποδιὰν ἀνεμίζουσαν, ἐξῆλθεν εἰποῦσα: «ἔχω τὶς αὐγοκουλοῦρες φουρνισμένες, καὶ πάω νὰ ξεφουρνίσω. Νὰ μὲ συμπαθᾶτε γιὰ τὸ θάρρος!»
Μετὰ τὸ δεῖπνον ἐξῆλθεν ὁ Ζῆσος καὶ μετέβη εἰς τὸ μαγαζεῖον τοῦ χωριοῦ, ὅπου ἐντάμωσε δύο ἢ τρεῖς φίλους του, κ᾽ ἐξετάσας αὐτοὺς μ᾽ ἐπιτήδειον τρόπον, ἔμαθε διατί ἡ Γιωργούλα ὡμίλει μὲ τόσον θάρρος εἰς τὸν πατέρα του, καὶ διατί ὁ γέρων ἔπαυσε νὰ κάμνῃ λόγον εἰς τὸν Στάμον περὶ γάμου. Ἡ Γιωργούλα εἶχε μίαν ἀδελφὴν χήραν, ἥτις, μετὰ τὸν θάνατον τοῦ συζύγου της, ἐπισυμβάντα πρὸ ὀλίγων μηνῶν, ἦλθε καὶ κατῴκησεν εἰς τὸ χωρίον τῆς γεννήσεώς της, πλησίον τῆς ἀδελφῆς της. Τὴν χήραν ταύτην ἀδελφήν, μεσόκοπην, καλοκαμωμένην, ἐπροξένευεν ἡ Γιωργούλα εἰς τὸν μπαρμπα-Σαράντον τὸν ἴδιον. Καὶ εἰς τὸν γέροντα φαίνεται ὅτι δὲν ἀπήρεσκον αἱ προτάσεις.
Ἡ Γιωργούλα εὐλόγως ἐσκέπτετο, ὅτι ἐν ὅσῳ ἔμενον ἄγαμοι οἱ δύο νέοι, εὐκολώτερον θὰ ἦτο νὰ καταφέρῃ τὸν γέροντα νὰ νυμφευθῇ αὐτός. Καὶ διὰ τοῦτο ἀντέπραττεν εἰς πᾶσαν πρότασιν γινομένην διὰ τὸν Στάμον, κ᾽ ἔτρεχε νὰ «βάλῃ μαναφούκια*» ὁσάκις προξενιά τις διὰ τὸν νέον ἐπαρουσιάζετο.
Ὁ Στάμος, καίτοι μένων διαρκῶς εἰς τὸ χωρίον, ἐφαίνετο πλέων εἰς μακαρίαν ἄγνοιαν ὡς πρὸς πᾶν τὸ συμβαῖνον πέριξ τῆς πατρικῆς οἰκίας. Ὁ Ζῆσος ὅμως τὰ ἀνεκάλυψεν ὅλα «μονοβραδιά».
* * *
Ὁ Πάνος ὁ Δημούλης ἐκοιμᾶτο ἀκόμη ἐπὶ τῆς παχείας στρωμνῆς τῆς ἀναπαυτικῆς κλίνης, εἰς ἕνα θάλαμον τοῦ ἐξοχικοῦ μεγάρου, μετὰ ρᾳστώνης ἡδυπαθοῦς, κ᾽ ἐφαίνετο ὅτι δὲν εἶχε κοιμηθῆ ποτέ του ἐπὶ παρομοίας κλίνης. Εἶχε καταβιβάσει τὰ ἀμπαζούρια καὶ τὰ παραπετάσματα τῶν παραθύρων, καὶ εἶχε σχηματίσει τεχνητὴν νύκτα, διὰ νὰ παρατείνῃ ἐπί τινας ἀκόμη ὥρας τὴν ἐν μακαριότητι καὶ ὀνείροις ἐντρύφησιν. Ὁ ἥλιος ἦτο ἤδη δύο κοντάρια ὑψηλὰ εἰς τὸν ὁρίζοντα. Ὁ Πάνος ὁ Δημούλης τὸ ἤξευρεν, ἀλλ᾽ ἐπροσποιεῖτο εἰς τὸν ἑαυτόν του ὅτι δὲν τὸ ἠξεύρει. Εἶχεν ἀπόφασιν νὰ ψευσθῇ περὶ τούτου καὶ πρὸς τὸν ἑαυτόν του καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους, καὶ ᾐσθάνετο κρυφίαν χαράν, διότι ἡ συντροφιά του εἶχεν ἐξέλθει εἰς πρωινὴν ἐκδρομὴν πέριξ τοῦ χωρίου, χωρὶς αὐτόν. Εἷς ἐκ τῆς συντροφίας, ὁ οἰκειότερος πρὸς αὐτόν, εἶχε τολμήσει νὰ εἰσέλθῃ τὴν αὐγὴν εἰς τὸν κοιτῶνα, προσπαθῶν νὰ τὸν ἐξυπνίσῃ. Ἦτο ὁ σπουδαστὴς τῆς φιλολογίας, ὁ Παῦλος ὁ Βαλέντιος, ὅστις ἔτρεφεν ἰδιάζουσαν στοργὴν πρὸς τὴν ἀλβανικὴν γλῶσσαν, καὶ ἰσχυρίζετο ὅτι ὅλαι αἱ ρίζαι τῶν ἀλβανικῶν λέξεων ἀνευρίσκονται εἰς τὰς ἀρχαίας ἑλληνικὰς λέξεις.
― Γκρού*, ρὲ Πάνο! τοῦ ἐφώναξεν ἀλβανίζων. Πάνο, γκρού!
Καὶ εἶτα προσέθηκε:
― Δὲν ξέρεις, καημένε, ὅτι τὸ γκροὺ (σηκώσου) εἶναι τὸ ὁμηρικὸν ἔγρεο;
Ὁ Πάνος εἶχε μεγάλην διάθεσιν νὰ τὸν στείλῃ εἰς τὸν διάβολον, καὶ αὐτὸν καὶ τὰ ὁμηρικά του καὶ τὴν γλωσσολογίαν του. Ἀλλ᾽ ὡς ὁ μετὰ τὴν ἧτταν τραυματίας, ὁ ἔχων συμφέρον νὰ κάμνῃ τὸν ψόφιον, διὰ νὰ μὴν τὸν ἀποτελειώσωσιν οἱ ἐχθροί, εἶχε καὶ αὐτὸς συμφέρον νὰ κάμνῃ τὸν κοιμώμενον, διὰ νὰ μὴν ἀναγκασθῇ νὰ χάσῃ ὅλην τὴν γλύκαν τοῦ πρωινοῦ ὕπνου. Ἐγύρισε λοιπὸν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν, ξηροτανυσθεὶς καὶ ψελλίσας ἀκατανοήτους συλλαβὰς πρὸς τὸν Παῦλον τὸν Βαλέντιον, ὅστις τὸν ἄφησεν ἥσυχον καὶ ἀπῆλθε.
Κατὰ τὴν ἐκ τοῦ περιπάτου ὅμως ἐπιστροφήν, ὁ Παῦλος μετέβη κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τὸν θάλαμον ὅπου ἐκοιμᾶτο ὁ Δημούλης. Τότε ὁ νέος ἠγέρθη, ἐνίφθη, ἐνεδύθη, κ᾽ ἐμέμφετο τὸν ὑπηρέτην ὅτι τοῦ εἶχε κλείσει ὅλα τὰ παράθυρα, καὶ οὕτω «ἐβγῆκε ὁ ἥλιος, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβῃ».
Ἐπρογευμάτισαν μὲ καφέν, μὲ βροῦβες, σπαράγγια, ἐκλεκτὰς ἐλαίας καὶ μαῦρον οἶνον, κ᾽ ἐσχεδίαζαν νὰ ἐξέλθουν ὅλοι εἰς μακρινὴν ἐκδρομήν, μὲ τὰ δίκαννά των, ἀλλ᾽ ὁ Πάνος ὁ Δημούλης, ὅστις ἐβαρύνετο καὶ τὰς ἐκδρομὰς καὶ τὰς θορυβώδεις κοινοτοπίας τῶν συντρόφων του, «ξεκλέφθηκε» κ᾽ ἐβγῆκε μόνος, χωρὶς νὰ τὸν παρατηρήσῃ κανείς. Ἐξῆλθεν ἔξω τῆς ἀρχοντικῆς ἐπαύλεως, τῆς ἀνηκούσης εἰς πλούσιον κτηματίαν, ὅπου ἐφιλοξενεῖτο χάριν τῶν ἑορτῶν τοῦ Πάσχα, καὶ ἀνῆλθεν εἰς τὸν λόφον πατῶν ἐπὶ τοῦ ἄκρου ὄχθου τοῦ χωραφίου καὶ ὡς νὰ μὴ εἶχε χορτάσει τὸν ὕπνον, ἐκάθισεν ἐπὶ τῆς χλόης, κι ἐξηπλώθη ἐκεῖ εἰς τὸ προσήλιον. Τὸ κατωφερὲς χωράφιον ἦτο ἐσπαρμένον κριθήν, καὶ οἱ στάχυες (ἦτο περὶ τὰς 20 Ἀπριλίου), ὑψηλοὶ ἤδη ἕως τὸ γόνυ, ἐκυμάτιζον ὑπὸ τὴν πνοὴν τῆς αὔρας τοῦ βουνοῦ, μὲ χρυσοπρασίνους ἐναλλαγὰς γλυκυτάτων ἀποχρώσεων ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου. Τὸ ὀροπέδιον ὅλον ἡλιοφεγγὲς εὐωδίαζεν ἄνοιξιν καὶ ζωήν, τὰ δένδρα ὅλα καὶ οἱ θάμνοι ἀνθοῦντα ἐστεφάνουν λόφους καὶ κοιλάδας, τὸ χόρτον ηὔξανεν εἰς τὸν ἥλιον, τὰ ἀρνάκια περιχαρῆ ἔτρεχον χαριέντως ἀκούοντα τοὺς βελασμοὺς τῶν ἀμνάδων, καὶ μυριάδες στρουθίων ἐκελάδουν χαρμονικῶς εἰς τὰ δάση. Ὁ Πάνος ὁ Δημούλης εἶχε τὸν σχοῖνον ὡς προσκέφαλον, τὴν χλόην ὡς στρῶμα κ᾽ ἔλεγε: «Τί γλυκὰ ἠμπορεῖ νὰ κοιμηθῇ κανεὶς ἐδῶ!»
Ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἐφάνη εἰς τὴν ἄλλην ἄκραν τοῦ ἀγροῦ μία κόρη ἀνερχομένη τὸν ὄχθον, δι᾽ οὗ καὶ αὐτὸς εἶχεν ἀνέλθει εἰς τὸ ὕψος τοῦ λόφου. Ἦτο χωριατοπούλα, φοροῦσε τὴν μπόλια, τὴν ποδιὰν καὶ τὴν μανδήλαν της, μὲ τὰς πλεξίδας μακρὰς κρεμαμένας ἕως τὴν μέσην, συμπεπλεγμένας μὲ ταινίαν κοκκίνην μεταξωτήν, μὲ τὰ στέρνα εὔκολπα σχηματισμένα ὄπισθεν τῆς ἐμπροσθέλας της τῆς λευκῆς. Ἔβαινε μὲ ἐλαφρὸν ἀλλὰ καὶ δειλὸν βῆμα, ὡς κόρη ἥτις εἶχεν ἀπομάθει πρὸ πολλοῦ τὴν ἕξιν τοῦ νὰ βαδίζῃ εἰς τὰ λιβάδια, καὶ δὲν εἶχε παρατηρήσει τὸν Πάνον τὸν Δημούλην, τοῦ ὁποίου ἡ κεφαλὴ ἐπεπροσθεῖτο ὑπό τινος θάμνου, τὸ δὲ σῶμα ἦτο ἀνακεκλιμένον ἐπὶ τῆς χλόης. Ἦτο ὑψηλή, λιγνή, καὶ καθ᾽ ὅσον ἀνήρχετο τὸν λόφον, ὁ Πάνος ὁ Δημούλης ἔβλεπε τὸ πρόσωπόν της ὡς σύνολον, χωρὶς νὰ διακρίνῃ τοὺς χαρακτῆρας, λάμπον ὥς τινα αἴγλην, κ᾽ ἐμάντευεν ὅτι ἦτο ὡραία. Ἄ! ὁποία ποιητικὴ ἐμφάνισις!
Ὁ Πάνος ὁ Δημούλης ᾐσθάνετο τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐπανερχόμενα εἰς τὴν μνήμην του ὅλα τὰ ὄνειρα, ὅλας τὰς μυστηριώδεις τέρψεις, ὅλας τὰς ἀνεξηγήτους φρικιάσεις τῆς πρώτης νεότητος, τῆς ὥρας καθ᾽ ἣν ἐξεγείρεται τὸ πρῶτον ἡ καρδία, καὶ ἡ ζωὴ γίνεται ἓν μὲ τὸν ἔρωτα, καὶ ἡ ποίησις ὑποκαθιστᾷ τὴν πραγματικότητα εἰς τὸ πνεῦμα. Ἄ! περικαλλὴς μορφή! Ἄ! ὄνειρον! Ἄ! ὀπτασία! Ὤ! καλλίμορφος χωριατοπούλα.
Ἡ νεᾶνις ἀνέβη ἕως τὸ ἥμισυ τοῦ ἀνωφεροῦς ὄχθου, εἶτα ἔκυψε κατὰ γῆς. Ἐκεῖ, πλησίον τῆς ἀποσκαφῆς, εἰς τὸ σύνορον τὸ χωρίζον τὸ μέγα κριθόσπαρτον χωράφιον ἀπὸ ἄλλους ἐγγὺς ἀγρούς, ἦτο δεμένη μία ἀμνὰς μὲ τὸ ἀρνίον κ᾽ ἔβοσκε. Φαίνεται ὅτι ἡ χωρικὴ νεᾶνις εἶχεν ἔλθει «διὰ ν᾽ ἀλλάξῃ τὴν προβατίνα». Ἔκυψεν, ἐξέχωσε τὸν πάλον, καὶ σύρουσα διὰ τοῦ σχοινίου τὴν ἀμνάδα, τὴν μετέφερεν ὀλίγον ἀπωτέρω, ὄπισθεν τῶν θάμνων, κ᾽ ἐκεῖ ἐκ νέου ἔκυψεν, ἐνέπηξε, κτυπῶσα διὰ λίθου, τὸν πάλον εἰς τὴν γῆν, κ᾽ ἐκεῖ τὴν ἄφησε νὰ βόσκῃ. Ἄ! ἡ προβατίνα! Ἄ! τὸ μικρὸν ἀρνάκι! Τί τρυφερόν, τί λευκόμαλλον ποὺ ἦτο, καὶ πόσον γλυκὰ ἐβέλαζε! Τί ἦλθες, ὦ Βλαχοπούλα! Τί θέλεις ἀπὸ ἐμέ; (ἔλεγε καθ᾽ ἑαυτὸν ἐν ἐξάρσει ὁ Πάνος ὁ Δημούλης). Φύγε, ὦ Βλαχοπούλα. Μὴ μὲ κολάζῃς χωρὶς νὰ μὲ συμπονῇς! Μὴ μὲ ἐνοχλῇς, χωρὶς νὰ μὲ γνωρίζῃς! Πῶς νὰ καταπραΰνω τὴν φαντασίαν μου, σήμερον, Μέγα Σάββατον; Πῶς νὰ ὑπάγω νὰ μεταλάβω, τὴν νύκτα, εἰς τὴν Ἀνάστασιν, ὦ Βλαχοπούλα; Ἀλλ᾽ ἐγὼ διὰ τοῦτο ἦλθα εἰς τὸ χωρίον, ἀφοῦ ἐξωμολογήθην, χθές, διὰ νὰ μὴ προλάβω νὰ κάμω ἄλλα «κρίματα» ἕως οὗ ἀξιωθῶ νὰ μεταλάβω αὔριον. Καὶ τώρα, πῶς νὰ μεταλάβω, ὦ Βλαχοπούλα!
Ἡ νεᾶνις, ἀφοῦ ἤλλαξε τὴν προβατίναν, ἐστάθη ὀρθία ἐπί τινας στιγμάς, ρίπτουσα βλέμματα τριγύρω εἰς τοὺς λόφους. Τί ἐσκέπτετο ἆρα; ᾘσθάνετο πόσον ἰσχυρὰ εἶναι ἡ φύσις, ἥτις δὲν ἐξαντλεῖται ἀπὸ καταβολῆς κόσμου μετὰ τόσην καὶ τόσην παραγωγην, καὶ πόσον εὐμενὴς ἡ ἄνοιξις, ἥτις δὲν ἐβαρύνθη νὰ ἐπανέρχεται κανονικῶς κατ᾽ ἔτος, μὲ τόσην μονοτονίαν καὶ μὲ τόσην καλλονήν; Ἢ ἐνόει τί θὰ εἰπῇ τὸ «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε!» καὶ εἶχεν ἀκούσει ποτὲ τὸ «οὐκ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν Κτίσαντα»; Ἦτο χριστιανή; Ἦτο εἰδωλολάτρις; Τί ἦτο;
Τίποτε ἀπ᾽ ὅλα αὐτά. Ἦτο Βλαχοπούλα.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐνῷ ὁ Πάνος ὁ Δημούλης ἔκαμνε τὰς ἀκαίρους καὶ ὑπερβολικὰς ταύτας σκέψεις, καὶ ἡ νεᾶνις ἵστατο βλέπουσα ἀορίστως εἰς τὰ πέριξ, τρίτον πρόσωπον ἐνεφανίσθη εἰς τὴν σκηνήν. Ἦτο στρατιώτης τοῦ πεζικοῦ, λιγνός, καλοκαμωμένος, μὲ καστανὴν κόμην καὶ λεπτὸν μύστακα. Ἐπλησίασεν εἰς τὴν νέαν, ἥτις κατ᾽ ἀρχὰς ἠθέλησε νὰ τραπῇ εἰς φυγήν, εἶτα ἀφῆκε κραυγὴν ἐκπλήξεως ἀναγνωρίσασα αὐτόν.
― Σὺ εἶσαι, Φλώρα! ἀνέκραξεν ὁ στρατιώτης.
Ἄ! ἡ Βλαχοπούλα ἔχασε διὰ μιᾶς ὅλην τὴν ποίησίν της διὰ τὸν Πάνον τὸν Δημούλην. Ἦτο λοιπὸν ἀνάγκη νὰ κάμῃ ἐξοχικὴν ἐκδρομήν, νὰ δεχθῇ τὴν φιλοξενίαν τοῦ πλουσίου ἰδιοκτήτου τῆς ἐπαύλεως, νὰ ἔλθῃ νὰ κάμῃ Πάσχα εἰς τὸ χωρίον, νὰ κοιμηθῇ σχεδὸν ὣς τὸ μεσημέρι τὸ Μέγα Σάββατον, διατί; διὰ νὰ γίνῃ μάρτυς τῶν ἐρώτων ἑνὸς στρατιώτου; Ἀλλὰ δὲν συνήντα καθ᾽ ἑκάστην εἰς τὴν λεωφόρον τοῦ Πανεπιστημίου καὶ εἰς τὴν πλατεῖαν τοῦ Συντάγματος τόσους καὶ τόσους φαντάρους, ἢ καὶ σκαπανεῖς, ἢ καὶ ἐλάτας, παρακολουθοῦντας βῆμα πρὸς βῆμα τὰς τροφοὺς μὲ τὰ λευκόπεπλα βρέφη τῶν κυριῶν των, μετ᾽ ἀκκισμῶν στρεφομένας ὀπίσω καὶ ἀνταλλασσούσας φιλικὰς λέξεις, ἢ πυροσβέστας ἐντρυφῶντας εἰς ἀτελεύτητον συνδιάλεξιν μὲ τὰς μαγειρίσσας, εἰς τὸ παράθυρον τοῦ ἰσογείου, εἰς ὅλας τὰς συνοικίας τῶν Ἀθηνῶν; Καὶ οἱ φαντάροι δὲν ἠρκοῦντο λοιπὸν πλέον εἰς τὲς παραμάννες καὶ εἰς τὰ δουλικὰ τῆς πρωτευούσης, ἀλλ᾽ ἐξήρχοντο καὶ εἰς τὰ χωρία θηρεύοντες χωριατοπούλας;
* * *
Τὴν νύκτα ἐκείνην τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ἡ Φλώρα, ἡ πτωχὴ κόρη, χωρὶς νὰ ὑποπτεύῃ τὸ διάβημα εἰς τὸ ὁποῖον εἶχε προβῆ ἡ μήτηρ της πλησίον τοῦ μπαρμπα-Σαράντου, μήτε τὰ «μαναφούκια» τὰ ὁποῖα ἔσπευσε νὰ βάλῃ ἡ φουρνάρισσα ἡ Γιωργούλα εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ παρέδρου, εἶχε ζαρώσει, κατὰ τὸ σύνηθες, εἰς μίαν γωνίαν τοῦ πτωχοῦ οἰκίσκου, μεταξὺ δέσμης καυσοξύλων καὶ τῆς γάττας, ἥτις ἐκοιμᾶτο παραπλεύρως, χωμένη εἰς τὸ πενιχρὸν σκέπασμα δι᾽ οὗ ἦτο τυλιγμένη ἡ νεᾶνις. Ἡ μάννα της ἔρρεγχεν ἐξηπλωμένη ἐκεῖθεν τῆς ἑστίας, ὅπου καὶ ἄνδρες ἀκόμη ὀλίγοι δύνανται νὰ ρέγχωσιν. Ἡ ἁπλοϊκὴ γυνὴ ἐφαντάζετο ὅτι ἡ Φλώρα της, μόλις ἐπιστρέψασα εἰς τὸ χωρίον, θὰ εὕρισκε πολλοὺς καὶ προθύμους γαμβρούς. Καὶ οὐδ᾽ ᾐσθάνθη κἂν ἀπογοήτευσιν μετὰ δύο ἢ τρία ἀνωφελῆ διαβήματα, ὅσα εἶχε κάμει πλησίον εἴς τινας οἰκογενείας, καὶ σήμερον ἀκόμη πλησίον τοῦ μπαρμπα-Σαράντου. Ἡ φήμη, προδραμοῦσα εἰς τὸ χωρίον, ἔλεγεν ὅτι ἡ Φλώρα ἐδιώχθη, ὄχι ὅτι ἔφυγεν οἰκειοθελῶς ἀπὸ τὴν ἐν Ἀθήναις οἰκίαν, καὶ καλοθελήτριαι χωρικαὶ δὲν ἔλειπαν πρόθυμοι νὰ ρίπτωσιν ἐναύσματα εἰς τὴν φλόγα τῆς δυσφημίας, μετὰ τῆς αὐτῆς εὐκολίας, μεθ᾽ ἧς ἔρριπτον ξηρὰ κλαδιὰ εἰς τὸν φοῦρνον, ὃν ἤθελον ν᾽ ἀνάψωσιν. Ἡ γραῖα ἐκοιμᾶτο καὶ ὠνειρεύετο τὴν Φλώραν της στολισμένην κι εὔμορφην νύμφην, φοροῦσαν «τσεμπέρι καὶ ποδιὰν καὶ σιγούνι καὶ ὑποκάμισον κεντητὸν καὶ πεσκούλια* καὶ κολλαΐναν* μὲ φλωριά». Καὶ ὁμιλοῦσα εἰς τὸν ὕπνον της ὑπεψιθύριζε: «Τσεμπὲρ ἒ ποδὲ ἐδέ γγοῦνε ἐδὲ κεμίσι νὲ κεντὴμ ἐδὲ φλουρέ!»*
Ἡ Φλώρα ὅμως δὲν εἶχεν ὕπνον, κ᾽ ἐσυλλογίζετο πικρῶς τὴν φτώχειαν της, τὴν κακομοιριάν της, τὴν ἀτυχίαν της. Καὶ ἡ ζωή της ὅλη ἐπανήρχετο εἰς τὴν μνήμην της πένθιμος, θλιβερά, ὡς ἐρημία ἄβατος καὶ ἄνυδρος, ὡς ἐσχατιὰ πλήρης ἐρειπίων καπνιζόντων καὶ ἀποτεφρωμένων κορμῶν. Ὀκταέτις, χάσασα τὸν πατέρα της, ἐδόθη, χάρις εἰς τὴν σκληρότητα τοῦ ἀδελφοῦ της, ὡς θεραπαινὶς εἰς ξένον οἶκον. Καὶ κατ᾽ ἀρχὰς ἐπερνοῦσε καλά, διότι ἡ κυρία της ἔτυχε νὰ εἶναι διακριτικὴ καὶ φιλάνθρωπος. Εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς ἐμεγάλωσε, κ᾽ ἐγκαρδίως ἐπόνεσε τὸ σπίτι. Ἀλλ᾽ ὅταν ἤρχισε νὰ μεγαλώνῃ, ὁ ἀφέντης της, πλούσιος ἰδιοκτήτης ἐν Ἀθήναις, πεντηκοντούτης, ὑψηλός, εὐτραφής, μελαψὸς τὸ πρόσωπον, μαῦρος τὰ χείλη, ἤρχισε νὰ τῆς ρίπτῃ ἐρωτικὰ βλέμματα καὶ ἅπαξ ἢ δὶς ἐζήτησε νὰ τὴν θωπεύσῃ. Αὕτη ἀντεστάθη ἀγρίως, τὸν ἠπείλησεν ὅτι θὰ τὸν καταγγείλῃ εἰς τὴν κυρίαν της. Ἐκεῖνος τότε περιεμαζεύθη, καὶ τῆς ὡρκίσθη ὅτι δὲν θὰ τὸ ξανακάμῃ. Καὶ ἄλλως ἡ κόρη ἐσυστέλλετο νὰ ὁμιλήσῃ περὶ τοιούτου πράγματος εἰς τὴν κυρίαν της. Ἀλλ᾽ ὅταν, μετά τινα χρόνον, ἡ δυστυχὴς γυνὴ ἀπέθανεν, ἡ Φλώρα, καταληφθεῖσα ὑπὸ ἀορίστου φόβου, ἡτοιμάζετο νὰ φύγῃ αὐθημερὸν ἀπὸ τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾽ ἡ ἀδελφὴ τῆς θανούσης, σύζυγος λοχαγοῦ, κατοικοῦσα παρακειμένην οἰκίαν (αἱ δύο οἰκίαι δίδυμοι, ἀπαράλλακτοι τὴν ἀρχιτεκτονικήν, ηὐλίζοντο ἀπὸ τὸν αὐτὸν περίβολον καὶ εἶχον τὴν αὐτὴν εἴσοδον ἐκ τοῦ δρόμου) τὴν ἱκέτευσεν ἐξορκίσασα αὐτὴν εἰς τὴν προσφιλῆ μνήμην τῆς νεκρᾶς, χάριν τῶν ὀρφανῶν της, τεσσάρων τὸν ἀριθμόν, ὅλων μικροτέρων τῆς δεκαετοῦς ἡλικίας, νὰ μείνῃ ἐπί τινα χρόνον. Ἡ Φλώρα πιεσθεῖσα ὑπήκουσε.
Κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, ὁ λοχαγὸς εἶχε προσλάβει κατ᾽ οἶκον ὡς ὑπηρέτην στρατιώτην τινὰ τοῦ λόχου του, ὀνόματι Ζῆσον. Ὁ νέος ἐφαίνετο χωρικός, καὶ ἦτο ἀφελὴς τοὺς τρόπους. Δὲν ἐκοίταζε τὴν Φλώραν (ἥτις εἶχε γίνει ὡραιοτάτη κοπέλα πράγματι, μὲ ροδίνας παρειάς, μὲ γλυκύτατον ἦθος καὶ μὲ λιγυρὸν ἀνάστημα), καθὼς κοιτάζουσιν ἄλλοι, προπετῶς, ἀναιδῶς, ἐπιμόνως. Τὴν ἐκοίταζε κρυφά, γλυκά, ἥσυχα, καὶ ἡ κόρη ἤρχισε νὰ συγκινῆται. Ὁ νέος δὲν τῆς εἶπε ποτὲ ἀπρεπῆ λόγον, δὲν τῆς ἔκαμεν ἄσχημον κίνημα. Ὅταν δὲ τυχὸν τὰ βλέμματά των συνηντῶντο, ὁ Ζῆσος ἐταπείνου τὸ ἰδικόν του.
Μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ἕνα μῆνα μετὰ τὸν θάνατον τῆς κυρίας της, ἐνῷ ὁ χηρεύσας κτηματίας ἀνέβαινε διὰ νὰ γευματίσῃ, κατέλαβε τὸν Ζῆσον κατοπτεύοντα τὴν Φλώραν ἀπὸ τοῦ ἰδικοῦ του παραθύρου εἰς τὸ ἰδικόν της, καὶ τοῦ ἐφάνη ὅτι ἡ Φλώρα ἀπήντα μειδιῶσα εἰς τὰ βλέμματά του. Τότε, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ μαῦρα χείλη, ὅστις εἶχεν ἀφήσει νὰ κοιμηθῇ πρὸς καιρὸν τὸ πρὸς τὴν χωριατοπούλαν πάθος του, τὸ ᾐσθάνθη ἀποτόμως ἐξυπνοῦν. Εἰς τὴν καρδίαν του ὁ ἔρως ἐζευγαρώθη μὲ τὴν ζηλοτυπίαν. Ἐμελέτησε δὲ νὰ μεταχειρισθῇ τὴν ἀνταλλαγὴν τῶν βλεμμάτων, τὴν ὁποίαν τοῦ ἐφάνη ὅτι εἶδεν, ὡς ὅπλον κατὰ τῆς Φλώρας.
Ἦτο περὶ τὸ πρῶτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, καὶ ἡ Φλώρα ἐκοιμᾶτο εἰς τὸ μικρόν της δωμάτιον τὸ συνεχόμενον μὲ τὸ μαγειρεῖον, ὅταν ἠκούσθη σιγανὸν βῆμα εἰς τὸν διάδρομον καὶ ἐλαφρὸς τριγμὸς εἰς τὴν θύραν τοῦ θαλάμου της, ὡς νὰ ἐδοκίμαζέ τις νὰ τὴν ἀνοίξῃ. Ἡ θύρα δὲν ἔκλειε καλῶς μὲ τὸ μάνδαλον καὶ ἡ κόρη εἶχε βάλει μίαν καρέκλαν ὡς στήριγμα ὄπισθεν καὶ ἕνα σιδηροῦν μοχλὸν ὡς ἀντηρίδα. Ὅλα ταῦτα διότι, ἔχουσα παλαιὰς ἀφορμάς, δὲν εἶχε παύσει ποτὲ νὰ δυσπιστῇ πρὸς τὸν κύριόν της. Ἀλλ᾽ ἡ μία ὕαλος τοῦ πρὸς τὸν διάδρομον μικροῦ παραθύρου, τρεῖς σπιθαμὰς μόλις ἀπέχοντος τῆς θύρας, εὑρέθη τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἡμίθραυστος. Ἡ Φλώρα δὲν εἶχε μάθει ποτὲ τίς τὴν εἶχε θραύσει. Ἴσως ὁ μικρὸς τοῦ κυρίου της νὰ τὴν εἶχε σπάσει αὐθημερόν, καὶ αὐτὴ δὲν τὸ εἶχε παρατηρήσει, ἐκτὸς ἂν τὴν ἔθραυσεν ὁ ἴδιος ὁ ἀφέντης της, τίς οἶδεν; Ἡ Φλώρα δὲν ἤθελε νὰ κολασθῇ ἄδικα, καὶ ὅμως τὸ ὑπώπτευσεν.
Ἡ χεὶρ τοῦ προσπαθοῦντος ἔξωθεν νὰ παραβιάσῃ τὴν θύραν, εἰσήχθη σιγὰ-σιγὰ διὰ τοῦ ρήγματος τῆς ὑάλου. Ἡ χεὶρ ἐστράφη πρὸς τὸ μέρος τῆς θύρας, εἶτα ἐσταμάτησε πάλιν, ὡς νὰ ἐφοβήθη τὸν κρότον ὃν ἐπροξένησεν. Εἶτα καὶ πάλιν ἐξηπλώθη ἐγγύτερον πρὸς τὴν θύραν. Ἡ κοιμωμένη κόρη ἀφῆκε στεναγμὸν κ᾽ ἐκινήθη ἐπὶ τῆς κλίνης, κ᾽ ἐπὶ πέντε λεπτά, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν διὰ τῆς ὑάλου 〈εἰσηγμένην〉 χεῖρα ἐστάθη, συνέχων τὴν ἀναπνοήν του, κατοπτεύων προσεκτικῶς τὴν καθεύδουσαν.
Εἶτα μικρὸν κατὰ μικρόν, ἀθορύβως, καὶ μετ᾽ ἄκρας προφυλάξεως, ὅλος ὁ πῆχυς μέχρι τοῦ ἀγκῶνος, εἶτα καὶ ὁ βραχίων, εἰσήχθη εἰς τὰ ἔσω τοῦ θαλάμου. Ἔφθασε τὴν καρέκλαν, τὴν ἔδραξε, καὶ τὴν ὤθησεν ἀψοφητὶ πρὸς τὰ ἔνδον. Ἡ καρέκλα ἀπεμακρύνθη δύο σπιθαμάς, ἀλλ᾽ ἡ θύρα δὲν ἐνέδιδε. Τότε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν εἰσηγμένην χεῖρα εἵλκυσε τὴν θύραν πρὸς τὰ ἐντός, ἀλλ᾽ αὕτη δὲν ἤνοιγεν. Ἐφαίνετο ἔχουσα καὶ ἄλλο στήριγμα ἐκτὸς τῆς καθέκλας. Τῷ ὄντι εἶχε τὸν μοχλόν, τὸν ὁποῖον ὁ βιαστὴς τῆς θύρας δὲν ἔβλεπεν, εἰς τὸ ἀσθενὲς φῶς τῆς μὲ ὕδωρ καὶ ἔλαιον κανδήλας, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἡ νεᾶνις εἰς τὸ δωμάτιόν της. Τέλος ὁ σιδηροῦς μοχλὸς ἔπεσε μετὰ κρότου καὶ ἡ θύρα ἤνοιξεν.
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ μελανὰ χείλη ἔσπευσε νὰ εἰσέλθῃ. Ἀλλ᾽ ἐκεῖ εὑρέθη ἀντιμέτωπος τῆς Φλώρας, ἥτις ἐξυπνήσασα ἀποτόμως, ἀνετινάχθη, ἐπήδησε περίτρομος ἀπὸ τῆς κλίνης, ρήξασα κραυγήν, καὶ κύψασα ἥρπασεν ἀπὸ τοῦ δαπέδου τὸν σιδηροῦν μοχλόν…
Ὁ πλούσιος ἰδιοκτήτης, χωρὶς νὰ πτοηθῇ, ἤρχισε νὰ ψιθυρίζη πρὸς τὴν νέαν «ἄσχημα λόγια».
― Σιώπα, Φλώρα, ἡσύχασε, καημένη, Φλώρα!… Ἄχ! πῶς σὲ λαχταρῶ… Φλώρα μου! Φλώρα μου!
― Φεύγ᾽ ἀπ᾽ ἐδῶ! ἔκραξεν ἀγρίως ἐκείνη.
Ὁ μελαψὸς ἄνθρωπος ἠθέλησε νὰ τὴν περιβάλῃ μὲ τοὺς βραχίονας, ἀλλ᾽ ἐκείνη ἐπρότεινε τὸν μοχλόν.
― Φεύγα! Τό βλέπεις αὐτό; Θὰ σὲ χτυπήσω… θὰ φωνάξω τοὺς γειτόνους σου… θὰ κράξω τὸ λοχαγό…
― Ξέρω γιατί θὰ τὸν φωνάξῃς τὸ λοχαγό, εἶπε μετὰ λύσσης ὁ χῆρος… τά ᾽χεις φτιασμένα μὲ τὸν ὑπηρέτη του, καὶ καλοπερνᾷς, σκύλα!… Σᾶς εἶδα ἐγώ…
― Ψέματα! Ψέματα! ἔκραξεν ἐν ἀγανακτήσει ἡ Φλώρα. Εἶσαι ψεύτης, ἄτιμος!…
― Βρίσε με, Φλώρα, βρίσε με, δεῖρέ με, κάμε με ὅ,τι θέλεις… μόνον ἄφες με νὰ…
Κ᾽ ἐξέτεινε τὴν χεῖρα νὰ τὴν συλλάβῃ. Ἀλλ᾽ ἡ Φλώρα, ταχεῖα ὡς ἀστραπή, ὕψωσε τὸν σιδηροῦν μοχλόν, καὶ τοῦ ἐξήρανε τὴν χεῖρα.
―Ὤχ! σκύλα…
― Φεύγα, φεύγα! θὰ φᾷς κι ἄλλη…
― Ἄχ! ἀθλία! βρώμα!… ἀλλοῦ ξέρεις νὰ κάνῃς ψυχικά… σ᾽ ἐμένα, τὸν ἀφέντη σου, ποὺ σὲ πῆρα στὸ σπίτι μου καὶ σὲ ἀνάστησα, κάνεις τὴν τίμια… Ὤχ! Ὤχ!
Ἔτριβε τὸν πληγέντα ἀριστερόν του βραχίονα μὲ τὴν δεξιάν του χεῖρα.
― Φεύγα, τώρα!
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν πληγέντα βραχίονα, ἠρεύνησεν εἰς τὸ θυλάκιόν του, κ᾽ ἐξήγαγε τὸ ρεβόλβερ γεμᾶτον. Ἀλλὰ μόλις ὕψωσε τὴν παλάμην, καὶ ἡ Φλώρα, αἰσθανθεῖσα ἀμυδρῶς τὸν κίνδυνον, τοῦ κατέφερε διὰ τοῦ σιδηροῦ μοχλοῦ σφοδροτάτην πληγὴν εἰς τὸν δεξιὸν βραχίονα.
Ἡ χείρ του κατέπεσεν ἀδρανής, καὶ τὸ ρεβόλβερ ἐκυλίσθη εἰς τοὺς πόδας τῆς Φλώρας. Ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε γογγύζων, ὀλολύζων, βλασφημῶν, μὲ τοὺς δύο βραχίονας ἀπεξηραμμένους.
Ἡ Φλώρα ἐμόχλευσεν ἐκ νέου τὴν θύραν, ὠχύρωσε τὸ παράθυρον μὲ τὴν τράπεζαν, μὲ τὲς καθέκλες, μὲ προσκεφάλαια καὶ ὀθόνας, καὶ καταβιβάσασα τὴν στρωμνήν της ἀπὸ τῆς κλίνης, τὰς μὲν σανίδας καὶ τὰ στρίποδα ἔβαλεν ἐπικουρίαν εἰς τὴν ὀχύρωσιν τῆς θύρας καὶ τοῦ παραθύρου, αὐτὴ δὲ κατεκλίθη κάτω εἰς τὸ πάτωμα, χωρὶς νὰ κοιμηθῇ.
Ἅμα τῇ ἀνατολῇ τῆς ἡμέρας, ἡτοίμασε τὴν ἀποσκευήν της καὶ ἀνεχώρησε διὰ τὸ χωρίον, χωρὶς νὰ διηγηθῇ οὔτε εἰς τὴν σύζυγον τοῦ λοχαγοῦ τί εἶχε συμβῆ. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ μελανὰ χείλη ἐνοσηλεύθη κρυφὰ εἰς τὴν οἰκίαν του, καὶ εἰς τὴν γυναικαδέλφην του διηγήθη ὅτι ἡ Φλώρα τοῦ ἔκλεψεν ἀσημένια κουτάλια καὶ χρήματα κ᾽ ἔφυγε.
* * *
― Σὺ εἶσαι, Φλώρα, ἐφώνησεν ὁ ὡραῖος στρατιώτης ἀναγνωρίσας τὴν νέαν. Καὶ πῶς ἐδῶ;
―Ἐδῶ εἶναι τὸ χωριό μου! ἀπήντησεν ἡ Φλώρα.
― Δὲ μοῦ εἶπες ποτὲ πὼς εἶσαι χωριανή μου, εἶπεν ὁ στρατιώτης.
― Κ᾽ ἐλόγου σου δὲ μοῦ εἶπες ποτὲ πὼς εἶσαι χωριανός μου. Τώρα ἀφέθηκες;
―Ἐπῆρα ἄδεια κ᾽ ἦρθα. Καὶ σὺ πῶς ἔφυγες ἀπ᾽ τὸ σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ σου, Φλώρα;
Ἡ νεᾶνις ἠρυθρίασεν, ἀλλ᾽ ἐρύθημα ὀργῆς καὶ μίσους, ὄχι αἰσχύνης.
― Μὴν τὰ ρωτᾷς αὐτά, εἶπε.
― Πέ μου ἐμένα τὴν ἀλήθεια, Φλώρα, γιατὶ σοῦ θέλω τὸ καλό σου, εἶπεν ὁ Ζῆσος.
― Καὶ τί σ᾽ ἔχω, νὰ σοῦ τὴν πῶ; ἀπήντησε μειδιῶσα ἡ κόρη.
―Ἤθελα νὰ ξέρω τὰ ὅσα ἔπαθες, γιατὶ ἡ μάννα σου προχθὲς τὸ βράδυ μᾶς εἶπε, στὸ σπίτι μας, τὰ μισά.
― Καὶ πῶς ἦρθε ἡ μάννα μου στὸ σπίτι σας; ἠρώτησεν ἀνήσυχος ἡ νέα.
―Ἦρθε νὰ σὲ προξενέψῃ στὸν ἀδερφό μου, γιὰ γυναῖκά του, μὰ ὁ Στάμος δὲν σὲ θέλει.
― Ἂς εἶναι καλὰ τὸ γινάτι του, εἶπεν ἡ Φλώρα, ἐγὼ δὲν ἤξερα χαμπάρι.
―Ἐγὼ ὅμως σὲ θέλω, Φλώρα, εἶπεν ἀφελῶς ὁ νεαρὸς χωρικός. Καὶ ἂν δὲν σὲ θέλῃ ὁ ἀδελφός μου, τόσο καλύτερα, γιατὶ θὰ σὲ πάρω ἐγώ.
Ἡ Φλώρα ὑπεμειδίασεν ἐρυθριῶσα.
― Καὶ γιὰ νὰ σὲ πάρω, εἶναι καλὰ νὰ ξέρω τὸ τί ἔτρεξε, ἐξηκολούθησεν ὁ νέος. Ὁ ἀφέντης σου ὅταν ἔφυγες, ξέρεις τί τῆς εἶπε, τῆς γυναίκας τοῦ λοχαγοῦ, τῆς κυρᾶς μου;
― Τί θὰ τῆς εἶπεν; εἶπε πικρῶς μειδιῶσα ἡ Φλώρα· χωρὶς ἄλλο θὰ εἶπε πὼς τοῦ ᾽κλεψα τίποτε.
― Αὐτό· εἶπεν ὅτι τοῦ ᾽κλεψες κάτι ἀσημένια, καὶ λεφτά.
Ἡ Φλώρα ἐστέναξε καὶ ὕψωσεν ἄνω τοὺς ὀφθαλμούς.
― Δὲ μοῦ λές, εἶπε, τὸν εἶδες τὸν ἀφέντη μου διόλου, τότε κοντὰ ποὺ ἔφυγα;
―Ὄχι· ἦταν ἄρρωστος ἀπὸ πυρετό, κ᾽ ἔμεινε ἕνα μῆνα στὰ ροῦχα…
― Τί πυρετό! τὰ μπράτσα του τὰ δυὸ τὸ ξέρουνε κ᾽ ἡ βέργα ἡ σιδερένια ἡ χοντρὴ κι ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς εἶδε.
Καὶ διηγήθη ἐν ὀλίγοις πῶς ὁ κύριός της ἐζήτησε νὰ τὴν βιάσῃ, καὶ πῶς αὐτὴ τὸν ἐκτύπησε διὰ τοῦ σιδηροῦ μοχλοῦ.
* * *
Ὅλον σχεδὸν τὸν ἀνωτέρω διάλογον, τὸν ἤκουεν ὁ Πάνος ὁ Δημούλης, ἐξηπλωμένος ἐπὶ τῆς χλόης εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου, καὶ ἀνέχων ἐπὶ τῶν θάμνων τὴν κεφαλήν.
Ὡς ἐνόησεν ὁ ἀναγνώστης, ἡ γραῖα Σιδερὴ εἶχε φορέσει εἰς τὴν κόρην της τὲς μπόλιες καὶ τὲς ποδιὲς καὶ ὅλα ὅσα ὠνειροπόλει, πλὴν τῶν φλωρίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν προωρισμένα διὰ τὰς νύμφας. Τὴν εἶχε καταφέρει δέ, δευτέραν ἢ τρίτην φορὰν μετὰ τὸν ἐρχομόν της, νὰ ἐξέλθῃ τοῦ οἰκίσκου καὶ νὰ ὑπάγῃ ὀλίγα βήματα ἔξω τοῦ χωρίου, διὰ ν᾽ ἀλλάξῃ τὴν προβατίναν της. Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ ἄλλαζε τὴν προβατίναν, ἀνελπίστως συνήντησε τὸν Ζῆσον, τὸν παλαιὸν γνώριμόν της εἰς τὴν πόλιν, καὶ παλαιότερον χωριανόν της εἰς τὰ Μεσόγεια.
* * *
Τὴν ἐπαύριον ἦτο Πάσχα, μεγάλη ἡμέρα, καθ᾽ ἣν πάμπολλαι σοῦβλαι περιεστρέφοντο μὲ τὰ σφαχτὰ εἰς τὸ πῦρ, καὶ ἀμέτρητες κανάτες μὲ ἀφρίζοντα ρητινίτην ἔφεραν πολλὲς γῦρες διὰ κοινοῦ ποτηρίου, ἀπὸ στόματος εἰς στόμα, εἰς τὰς οἰκίας τῶν χωρικῶν. Καὶ περὶ τὴν ἑσπέραν, ὁ Πάνος ὁ Δημούλης, μὲ τὸν Παῦλον τὸν Βαλέντιον καὶ μὲ ὅλην τὴν συντροφιάν του, ἐπανῆλθε μελαγχολικὸς εἰς τὴν πόλιν, φθονῶν ὁλοψύχως τὸν Ζῆσον, τὸν ἐν ἀδείᾳ στρατιώτην, τὸν υἱὸν τοῦ παρέδρου Σαράντη, ὅστις ἔμελλε, μετὰ μίαν ἑβδομάδα, νὰ στεφθῇ εἰς γάμον μετὰ τῆς ὡραίας λιγυρᾶς Βλαχοπούλας, ἀποκαθιστῶν, διὰ μιᾶς πράξεως, τὴν νέαν εἰς τὴν ὑπόληψίν της, ἐξασφαλίζων τὴν ἰδίαν του εὐτυχίαν, ἀφήνων εἰς τὰ κρύα τὸν ἀναποφάσιστον Στάμον, ματαιῶν τὰς ραδιουργίας τῆς γειτόνισσας τῆς Γιωργούλας, καὶ ἀπαλλάττων τὸν γέροντα πατέρα του τῆς φροντίδος τοῦ νὰ ζητῇ εἰς τὸ γῆράς του νὰ νυμφευθῇ ὁ ἴδιος, χάριν τῶν διπλῶν ἀναγκῶν τῆς οἰκίας καὶ τοῦ ἀγροῦ.
Be the first to comment on "Η Βλαχοπούλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη"