Γυρολόγοι και Πραματευτάδες στα παλιά Μεσόγεια

Μνήμη και νοσταλγία για εμάς τους παλαιότερους, αλλά και γνώσης για τους νεότερους, στους οποίους αυτά τα επαγγέλματα στα σημερινά χρόνια της τεχνολογικής εξέλιξης, του άκρατου καταναλωτισμού και της ευμάρειας μπορεί να φαίνονται… εξωπραγματικά.

«Οι γυρολόγοι ζυμώνονταν με τους πελάτες και μοιράζονταν τα βάσανα και τις μικροχαρές τους. Μέσα από ένα πνεύμα ανθρωπιάς και δικαιοσύνης έβγαιναν και οι δυο πλευρές κερδισμένες. Οπότε και οι ανάγκες καλύπτονταν και το μικρό-εμπόριο βοηθούσε να επιβιώνουν άνθρωποι που δεν είχαν άλλους πόρους για να θρέψουν την οικογένειά τους. Ποιος ξεχνάει τον αγαθό πρόσφυγα Σάββα (από την Ανάβυσσο) που περιφερότανε τα Μεσογείτικα χωριά και επιδιόρθωνε τις σόλες στα παπούτσια. Πουλούσε και αυγά από «άντρα κότα» όπως έλεγε. Δεν κέρδιζε, πιο φθηνά τα πουλούσε απ’ ότι τα αγόραζε, αλλά κέρδιζε ένα ζεστό πιάτο φαγητό ,ένα ποτήρι κρασί και λίγη ζεστασιά κοντά στο τζάκι.

Ο Κυρ. Κώστας ο μανάβης με τη σούστα και το γαϊδουράκι του με κρύο και κακοκαιρία πουλούσε την τοπικής παραγωγής πραμάτεια του, ντομάτες από την Βραυρώνα , πατάτες ντόπιες, περιφερόμενος στις γειτονιές του Μαρκόπουλου να εξυπηρετήσει τις νοικοκυρές.

Ο μπάρμπα-Κυριάκος ο κανατάς, που πουλούσε κυρίως ανθεκτικά κανάτια Αιγίνης και γλάστρες (ο γουστόζικος τύπος στην Πλάκα με το γαϊδουράκι του, έγινε θρυλικό τραγούδι). Μέχρι να έρθουν τα πρώτα ψυγεία του πάγου, ο κανατάς έκανε χρυσές δουλειές .Κανάτι για δροσερό νερό στο σπίτι , αλλά και μέσα στο ταγάρι κρεμασμένο από το πόμολο της σούστας για να ξεδιψάσει το αφεντικό και τους εργάτες της γης από τον κάματο της ημέρας.

Ο μπάρμπα Μήτσος ο καστανάς Α!! Τούτος εδώ ήταν χειμωνιάτικος .Μόλις άρχιζαν τα πρώτα κρύα έκανε την εμφάνισή του στο Μαρκόπουλο με τα κάστανα. Ήξερε πότε είχαν διάλειμμα τα παιδιά και να σου έξω από το σχολείο ο μπάρμπα Μήτσος.

-Κάστανα ζεστάαα.     Ωραία κάστανααα. Δεν έψηνε κάστανα, έβραζε κάστανα , όλα μέσα σ’ ένα τσουβάλι και αυτό μέσα σ ’ένα κοφίνι. Ένα φαρδύ δερμάτινο λουρί πιασμένο από «χείλη» του κοφινιού περνούσε από τους ώμους του Μπάρμπα Μήτσου και για να μην τραυματίζεται και να μην κρυώνει φορούσε μια σκούρα μπλε τσόχινη πατατούκα, σαν καραγκούνης.

Στο Μαρκόπουλο ο Φίλιππος ο παγωτατζής ήταν η πιο γλυκιά φιγούρα για τα παιδιά και τους μεγάλους. Ανέσυρε από την μνήμη του ο Ιωάννης Ζαχαριάς εικόνες απ ’τα παλιά. Μας διηγήθηκε πως τον επιστράτευε, όταν ήταν παιδί να κτυπάει στον μεταλλικό κάδο το γάλα, τη ζάχαρη, το άρωμα βανίλιας και θρυμματισμένο πάγο( σαν χιόνι) μέχρι να αρχίσει να στερεοποιείται και να κολλάει στα τοιχώματα του κάδου και αυτόν τον μεταλλικό κάδο τον τοποθετούσε μέσα σ’ ένα μεγαλύτερο κάδο με θρυμματισμένο πάγο. Με το καροτσάκι του ο Φίλιππος περιφερόταν στους δρόμους του χωριού και διαλαλούσε το εμπόρευμά του.

Ο πληθυσμός του Μαρκόπουλου το 1926 ήταν περίπου 4000, οι περισσότεροι ασκούσαν το επάγγελμα του γεωργού. Υπήρχαν όμως και επαγγελματίες που κατά γενική ομολογία ήταν οι άνθρωποι που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των συγχωριανών τους. Έτσι βρίσκουμε το 1926, 106 επαγγελματίες. Μας έκαναν εντύπωση τα ονόματα συμπατριωτών μας που τους βρίσκουμε (διαβάζοντας αναμνήσεις Καλυβιωτών ,στην βιβλιοθήκη του Δημαρχείου των Καλυβίων) να πουλούν την πραμάτεια τους στα Καλύβια και στα γειτονικά χωριά.

Ο Γιώργος Παπαηλίας ήταν έμπορος υφασμάτων και με το σουστάκι του περιφερόταν τις γειτονιές του Μαρκόπουλου και των διπλανών χωριών. Μάλιστα έλεγαν στα Καλύβια που τους άρεσε να χαρακτηρίζουν κάποιον με παρατσούκλι, έρχεται ο «βράψης», επειδή περνούσε γρήγορα- γρήγορα από τις γειτονιές, «βράπ =γρήγορα».

Αδελφός του Γιώργου ήταν ο Εμμανουήλ Παπαηλίας έμπορος και αυτός και παραγγελιοδόχος. Εκτός από το παντοπωλείο «η Αίγυπτος» που διατηρούσε στο Μαρκόπουλο, εξυπηρετούσε και τα γειτονικά χωριά εκτελώντας παραγγελίες των κατοίκων. Είχε ζήσει περίπου είκοσι χρόνια στην Αίγυπτο.

Άλλος έμπορος που περιφερόταν με την σούστα και το αλογάκι του ήταν ο Διονύσης Ιωαννιδόπουλος, όπου σταματούσε γέμιζε ο δρόμος γυναίκες . Από διηγήσεις των γυναικών στα Καλύβια μαθαίνουμε, όταν το αλογάκι του δυσανασχετούσε να στέκεται ακίνητο στην ίδια θέση, του έβαζε στο λαιμό το σανοτσούβαλο και έτσι έστεκε ήσυχο τρώγοντας. Έφθανε μέχρι το Λαύριο και για να προστατεύει τα εμπορεύματα είχε καλύψει ένα μέρος της σούστας σαν δωμάτιο, με πόρτα στο πίσω μέρος.

Σοφία Γκλιάτη-Χασιώτη

Be the first to comment on "Γυρολόγοι και Πραματευτάδες στα παλιά Μεσόγεια"

Leave a comment

Your email address will not be published.


*