Απόκριες στο παλιό Μαρκόπουλο

Ωραία χρόνια και αξέχαστα βράδια γεμάτα χαρά και γλέντια. Βραδινά παιχνίδια μέχρι τα ξημερώματα, όλες οι γειτονιές ανάστατες, μέσα στις όμορφες βραδιές της Αποκριάς.
Αγόρια και κοπέλες περίμεναν όλο τον χρόνο με αγωνία την Αποκριά και όλο το χωριό να λάμπει από τις φωτιές εκείνες τις νύχτες. Κάθε γειτονιά είχε και την δική της φωτιά και τον δικό της χορό. Οι μεγαλύτεροι χοροί γινόντουσαν στις γειτονιές που είχαν και τις πιο πολλές κοπέλες. Εκεί τα παλληκάρια του χωριού, έμπαιναν μέσα στο χορό μαζί με τα κορίτσια και ο καθένας που έμπαινε ήξερε και τα αποκριάτικα τραγούδια. Ξεκινούσε αυτός πρώτος το τραγούδι και μετά συνέχιζαν οι κοπέλες τον ίδιο ρυθμό.
Οι μεγαλύτεροι με τα σκαμνάκια καθόντουσαν γύρω- γύρω με τις σκάρες και έψηναν τα κρέατα που είχαν αγοράσει όλοι μαζί ρεφενέ. Με οινοχόους και ποτήρια κερνούσαν τα παλληκάρια που είχαν μπει στο χορό. Τα τραγούδια δεν σταματούσαν καθόλου, τα έλεγαν το ένα πίσω από το άλλο και ο κύκλος του χορού όλο και μεγάλωνε.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στη γειτονιά μου , με νταούλια και ζουρνάδες γινόταν ο μεγαλύτερος χορός- γιατί είχε τα πιο πολλά κορίτσια. Ο μπάρμπα Χρήστος , ο Μαντάλας χτυπούσε το νταούλι και οι Ιωάννης Αργύρης και Σπύρος Γκίκας παίζανε πίπιζα. Ο χορός κρατούσε μέχρι το πρωί. Τα βαρέλια με το κρασί από την μέση, έπιαναν τον πάτο. Θυμάμαι, που πηγαίναμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς με τα γαϊδουράκια στο βουνό και φέρναμε πολλά κλαδιά –για να έχουμε την άνεση της ζέστης, όλη την νύχτα. Την Κυριακή της Τυρινής, οι μανάδες μας ,μαγείρευαν την μακαρονάδα. Τα μακαρόνια όμως δεν ήταν όπως τα σημερινά. Πρώτα έπιαναν προζύμι, έκαναν την ζύμη, μετά έκοβαν ένα μεγάλο κομμάτι και το έκαναν κορδόνι. Το κορδόνι αυτό το έκοβαν κομματάκια. Το κάθε κομματάκι δεν ξεπερνούσε τον 1 με 1 ½ πόντο. Έπαιρναν τα κομματάκια αυτά και με το δάχτυλό τους, το πίεζαν τραβώντας το προς τα κάτω και το κομματάκι γινόταν σαν μία μικρή αχιβάδα. Τις αχιβάδες πρώτα τις στέγνωναν, μετά τις έβραζαν και στα πιάτα έριχναν μπόλικο τυρί. Έτσι έκαναν τις ντοντίλες και στη συνέχεια –καλή μας όρεξη.
Όλα αυτά σταμάτησαν για τέσσερα χρόνια, από το 1940 έως το 1944. Την εποχή της Αποκριάς, όλος ο κόσμος καθότανε μέσα στα σπίτια του και μάλιστα χωρίς φως. Ήταν με τα λυχνάρια και τις λάμπες. Οι γειτονιές με τα ωραία γλέντια, που πριν έδιναν μεγάλη χαρά σε όλους, τώρα τις νύχτες δεν ακουγόντουσαν τα γέλια και τα τραγούδια. Ακουγόταν μόνο η Γερμανική μπότα στους έρημους δρόμους του χωριού. Καμιά φορά ακουγόταν το γαύγισμα κάποιου σκύλου. Φόβος και τρόμος. Όταν οι Γερμανοί, έχασαν τον πόλεμο και άρχισαν να φεύγουν, άρχισε και το χωριό πάλι να ανασαίνει.
Οι φωτιές στις γειτονιές άναβαν πάλι με μεγαλύτερη ένταση και χαρά γιατί είμαστε πια ελεύθεροι από τον ζυγό των Γερμανών. Αυτό συνεχίστηκε κάμποσα χρόνια— όσο δηλαδή έζησαν αυτές οι γενιές— οι νέοι τώρα τα έχουν παρατήσει όλα αυτά και αν τους ρωτήσεις δεν ξέρουν τι σημαίνει Αποκριά.— Τώρα έχουν μείνει όλα αυτά μέσα στις αναμνήσεις των ηλικιωμένων, που έζησαν αυτές τις αξέχαστες εποχές!!!!

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΙΧ. ΖΑΧΑΡΙΑΣ θυμάται….
Επιμέλεια: Ασπασία Ζάννε- Μπουσέ
(Φωτο Αρχείο Ελένη Μπέη Παπαϊωάννου)

Be the first to comment on "Απόκριες στο παλιό Μαρκόπουλο"

Leave a comment

Your email address will not be published.


*