Το κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής

Η Εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, πέντε ημέρες μετά την Κυριακή της Αναστάσεως και στο τέλος της Εβδομάδος της Διακαινησίμου, ήταν πάντα φορτισμένη από το ελπιδοφόρο μήνυμα της Αναστάσεως. Οι πιστοί τελούσαν με λαμπρότητα αυτή τη γιορτή που φωτιζόταν από την αναστάσιμη χαρά. Κι όπως ήταν φυσικό από τη λαμπρότητα των εορτασμών αυτών δεν θα μπορούσε να λείψει το πανάρχαιο έθιμο της ζωοθυσίας ή άλλως καλούμενον κουρμπάνι. Έχοντας τις ρίζες του πολύ βαθειά, στην αρχαία Ελλάδα των προκλασικών ακόμα χρόνων, η ζωοθυσία κατάφερε να περάσει μέσα στη ζωή της Εκκλησίας μεταμφιεζόμενη, ως συνήθως, με χριστιανικό μανδύα. Εξάλλου οι πατριάρχες και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης θυσίαζαν ζώα ως προσφορά προς τον Θεό, ενώ ο ίδιος ο πατριάρχης Αβραάμ, ο γενάρχης του εβραϊκού λαού, δεν δίστασε να θυσιάσει τον ίδιο τον υιό του Ισαάκ, όταν άκουσε τη φωνή του Θεού να τον διατάζει. Βεβαίως η Βίβλος διηγείται πως τελικά εμφανίσθηκε ένα κριάρι στο θυσιαστήριο και ο Ισαάκ γλύτωσε τη ζωή του, περνώντας έτσι το μήνυμα ότι η ιουδαϊκή θρησκεία απεχθάνεται τις ανθρωποθυσίες.

Στην αρχαία ελληνική παράδοση όμως, από την οποία προέρχεται κατά κύριο λόγο το μεσογείτικο κουρμπάνι, τη ζωοθυσία ακολουθούσε τελετουργική βρώση του θυσιαζομένου ζώου το οποίον δεν ήταν μια απλή προσφορά στους θεούς, αλλά συνήθως επείχε θέση του ίδιου του λατρευομένου θεού. Μια πιο εμβριθής ενασχόληση κάθε ενδιαφερομένου με την ορφικοδιονυσιακή λατρεία θα του δείξει πως ο θυσιαζόμενος ταύρος στις διονυσιακές τελετές της αρχαιότητος ήταν για τους πιστούς ο ίδιος ο θεός Διόνυσος Ζαγρεύς, ή Διόνυσος Ωμηστής. Όπως μάλιστα απέδειξαν στις κλασσικές μελέτες τους οι ανθρωπολόγοι Sir James George Frazer και η μαθήτρια του Jane Ellen Harrison, οι ορφικοδιονυσιακοί μύστες πίστευαν πως καταναλώνοντας το θυσιαζόμενο ζώο που ουσιαστικά ήταν ο ίδιος ο θεός τους, μετείχαν στην ουσία του Διονύσου και γίνονταν κοινωνοί της δυνάμεως του. Αυτή λοιπόν η παράδοση, τόσο ισχυρή που κατάφερε να εκτοπίσει ακόμα και τον ελληνικότατο Απόλλωνα – θεό του φωτός και της αρμονίας – από το ελληνικό πάνθεο για μισό χρόνο κατ’ έτος και να υποκαταστήσει τις απολλώνιες λατρευτικές τελετές με τις οργιαστικές ζωοθυσίες των Μαινάδων, πέρασε αυτούσια, με χριστιανικό επίχρισμα φυσικά και στη χριστιανική εποχή. Η Εκκλησία την αποδέχθηκε, την εξάγνισε – ο ιερέας ευλογούσε στα παλαιότερα χρόνια το θυσιαζόμενο ζώο που ήταν δεμένο και στολισμένο όπως και στην αρχαιότητα εμπρός στον ναό – αλλά την κράτησε έξω από τα επίσημα λατρευτικά τελετουργικά της και έξω από τον ναό.

Μνήμη από την πανάρχαια αυτή ζωοθυσία είναι και το χριστιανικό κουρμπάνι που τελείτο στα Μεσόγεια μέχρι τις ημέρες μας επί τη ευκαιρία διαφόρων εορτών. Έχοντας προσλάβει το ισλαμικό όνομα «κουρμπάν», που στα αραβικά σημαίνει τελετουργική ζωοθυσία και κοινό γεύμα, τελείτο κάθε χρόνο στα Μεσόγεια. Οι Σπαταναίοι εόρταζαν το κουρμπάνι την ημέρα της εορτής των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου κι αυτό ήταν και το μεγαλύτερο κουρμπάνι των Μεσογείων. Είχε δε τόσο πολύ δεθεί με την πίστη των προγονών μας ώστε φημολογείται πως κάποτε, που λόγω ανέχειας οικονομικής, θέλησαν να το σταματήσουν και δεν πήγαν μοσχάρι προς θυσία στην εορτή των Αγίων Αποστόλων, φτάνοντας στον ναό βρήκαν το ζώο να τους περιμένει λυτό μπροστά στην πόρτα. Έτσι η ζωοθυσία συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Η όλη τελετή της ζωοθυσίας είχε μέχρι και την προηγούμενη γενιά κάτι το μυστηριακό. Χαρακτηριστικά έλεγε ένας γέροντας συμπατριώτης μας που θυσίαζε τα ζώα στο κουρμπάνι: «Χέρëνë τσσë πιέκë κάνë μë φλιουτουρόν ζëμëρα, μë dούκεϊ ψε bëνιë νjë πούνë τë μάδε. Νούκου τρëμπεσιë μος σσπëτον εδέ μë bëν dόνιë τë λιγκ, πω ζëμëρα μë θόϊ ψε άτë τσσë bëνιë άτë χέρë ισσ πούνë ε μάδε.» (Τη στιγμή που έσφαζα το μοσχάρι η καρδιά μου φτερούγιζε, αισθανόμουν ότι έκανα κάτι πολύ σοβαρό. Δεν φοβόμουν, ούτε είχα την εντύπωση ότι έκανα κάτι κακό, αλλά η καρδιά μου μου έλεγε πως έκανα εκείνη τη στιγμή μια πολύ σπουδαία δουλειά). Με άλλα λόγια, μέσα από την απλή αυτή μαρτυρία γίνεται φανερό ότι διατηρείτο η αίσθηση της θυσίας, της τελετουργικής σφαγής του ζώου κι αυτό είναι κάτι που έρχεται από πολύ πίσω στον χρόνο. Ακριβώς από τις λατρευτικές ζωοθυσίες της αρχαίας Ελλάδος.

Στον εορταστικό κύκλο των Μεσογείων ακολουθούσε το κουρμπάνι των Αγίων Ταξιαρχών στα Καλύβια. Το μεγαλύτερο όμως ήταν κινητής εορτής, της Ζωοδόχου Πηγής και λάμβανε χώρα ετησίως στη παλαιά εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Πανί. Δυο χωριά, ή καλύτερα τρία, αφού συμμετείχαν και Κουβαριώτες, συγκεντρώνονταν κάθε χρόνο πάνω στο Πανί όπου και διανυκτέρευαν για να πανηγυρίσουν. Από νωρίς το απόγευμα της προηγουμένης ημέρας ο δρόμος από τη Μεγάλη Αυλή προς το Πανί γέμιζε με γαϊδουράκια, μουλάρια κι αλογάκια σαμαριάρικα που βάδιζαν αραβάν, καθώς και πεζούς που όδευαν προς τη βουνοκορφή, τη Λάκκα ε μάλιτ, όπου είναι χτισμένο το μικρό ναΰδριο. Μετά τον εσπερινό δειπνούσαν και κοιμούνταν στο ύπαιθρο, στο άνοιγμα των πεύκων γύρω από την εκκλησία. Προηγουμένως όμως είχαν σφάξει τα ζώα που είχαν προσφέρει οι πιστοί και τα οποία θα μαγειρεύονταν κι είχαν ετοιμάσει το κρέας για να το βράσουν, ενώ οι γυναίκες με μια ομαδική εργασία είχαν καθαρίσει τα ατελείωτα κιλά κρεμμύδια που θα ρίχνονταν στο στιφάδο. Τα δε καρβέλια με το ψωμί είχαν ζυμωθεί μια και δυο ημέρες πριν κι είχαν μεταφερθεί πάνω στην κορυφή του βουνού όπου θα τα ευλογούσε ο ιερέας. Το πρωί εκείνοι που είχαν επιφορτιστεί με το καθήκον του μάγειρα, ξυπνούσαν νωρίτερα κι άρχιζαν τη δουλειά τους, ώστε το φαγητό να είναι έτοιμο για τους πανηγυριώτες μετά το τέλος της θείας λειτουργίας.

Το στιφάδο μοιραζόταν σε όλους τους συμμετέχοντες στο κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής, αδιακρίτως κοινωνικής τάξεως, φύλου, ιδεολογίας και λοιπά. Έπρεπε όλοι να φάνε από το κρέας των θυσιαζόμενων ζώων αφού θεωρείτο ότι είχε μια ιδιαίτερη «δύναμη» λόγω του ότι είχε ευλογηθεί. Άλλη μια απόδειξη λοιπόν της επιβιώσεως ενός πανάρχαιου τελετουργικού. Ακολουθούσε γλέντι με πίπεζες και νταούλια με οργανοπαίχτες τόσο από τα Καλύβια όσο και από τον Κουβαρά. Αλλά και από την Κερατέα δεν έλειπαν οι παραδοσιακές ζυγιές με τον μπάρμπα Βαγγέλη τον Στουραϊτη (βιολί), τον Θανάση Κουλουριώτη Ανδριανό (Λαούτο), τον Τάκη τον Πούφη (Πρίφτη) στο τραγούδι και άλλους. Το γλέντι κρατούσε μέχρι το απόγευμα και ήταν ευκαιρία να αναπτυχθούν κοινωνικές σχέσεις και να γίνουν προξενειά και γάμοι μεταξύ των κατοίκων της Κερατέας, των Καλυβίων και του Κουβαρά. Με άλλα λόγια, το κουρμπάνι στο Πανί λειτουργούσε και σαν ένας συνεκτικός δεσμός μεταξύ των Αρβανιτών που, στα πλαίσια του, ανανέωναν κάθε χρόνο τις κοινωνικές και συγγενικές τους σχέσεις.

Αυτή η όμορφη παράδοση κοινής συμμετοχής σε μια λατρευτική εκδήλωση, δέχθηκε σοβαρό πλήγμα στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960. Την περίοδο που κάθε τι σχετιζόμενο με την παράδοση του τόπου μας απλώς πετιόταν στα σκουπίδια, τότε που το χρυσοΰφαντο και βαρύτιμο τζάκο της γρίζας φοριότανε στον τρύγο για να προστατεύει την πλάτη από τις κακώσεις που επέφερε η μεταφορά των κοφινιών με τα σταφύλια. Αυτή η γενιά λοιπόν που ελαφρά τη καρδία πέταξε τα άγια στα σκυλιά και τους μαργαρίτας είς τους χοίρους, απεφάσισε για καθαρά οικονομικούς λόγους να αποσπάσει τους Κερατιώτες από την παμπάλαια αυτή λατρευτική εκδήλωση του κουρμπανιού στο Πανί και να μεταφέρει το εορτασμό στην Παναγία του Καρυκά, στο καθολικό της άλλοτε Μονής Καρύκη ή Καρυκά, γυναικείας εξαρτηματικής μονής της Μονής Πετράκη, σύμφωνα με έγγραφα που σώζονται στα Μνημεία της Πόλεως των Αθηνών. Παλαιό γυναικείο μοναστήρι που είχε διαλυθεί επί αντιβασιλείας Αρμανσπεργκ, η Παναγία του Καρυκά διατηρούσε μόνο το άλλοτε καθολικό ενώ τα κελλιά των μοναζουσών μαζί με τους βοηθητικούς χώρους τους, κτισμένα στα δυτικά και τα βορειοανατολικά του τοιχίου που περιέβαλλε τη Μονή, είχαν από χρόνια καταρρεύσει. Το δε καθολικό τιμάτο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου και όχι την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής. Όλα αυτά παραβλέφθηκαν και στον βωμό του κέρδους δόθηκε η χαριστική βολή στο παραδοσιακό κουρμπάνι στο Πανί, με τους εμποροεπαγγελματίες να πληρώνουν τα κρέατα για να γίνει ξεχωριστό «κερατιώτικο» κουρμπάνι στου Καρυκά.

Η επίσημη δικαιολογία ήταν πως η τοπική οικονομία της Κερατέας πλήττετο αφού οι πανηγυριώτες πήγαιναν κι άφηναν τα χρήματα τους σε Καλυβιώτες εμπόρους που μετέφεραν την πραμάτεια τους στο Πανί. Άρα συνέφερε καλύτερα τον εμπορικό κόσμο της Κερατέας το κουρμπάνι να γίνεται «σε Κερατιώτικη εκκλησία». Σοφιστείες και ανακρίβειες αφού όπως εξελίχθηκε το συγκεκριμένο πανηγύρι είναι πολύ αμφίβολο αν κάποιοι εμποροεπαγγελματίες κέρδισαν χρήματα από αυτό. Η εκούσια προσφορά θυσιαζομένων ζώων, έθιμο πανάρχαιο που έφτασε ζωντανό έως εκείνη την εποχή, καταργήθηκε. Τα κρέατα του στιφάδου και τα κρασιά πληρώνονταν για δεκαετίες από τους ίδιους τους εμποροεπαγγελματίες που πρωτοστάτησαν στη μεταφορά του, ενώ από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα τα έξοδα του πανηγυριού τα ανέλαβε ο «μακαρία τη λήξει» Δήμος Κερατέας.

Με την πάροδο του χρόνου το ενιαύσιο κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής, από μια αυθόρμητη λατρευτική εκδήλωση του τοπικού πληθυσμού που ακολουθούσε και τηρούσε με συνέπεια ένα πανάρχαιο τελετουργικό, εκφυλίστηκε σε μια «λάιτ» γιορτή όπου οι περισσότεροι συρρέουν για το προσφερόμενο κρασί και το στιφάδο. Ήταν φυσικό αφού ζούμε σε μια εποχή που ο Χριστός θυμιάζεται με πλαστικό λιβάνι από νάιλον σακουλάκια του σούπερ μάρκετ. Και μόνο όταν τύχει να ακουστεί στο κουρμπάνι του Καρυκά κάποια γνήσια παραδοσιακή φωνή, σαν αυτή του Παναγιώτη Λάλεζα, ξυπνάει μέσα στους ντόπιους πανηγυριώτες μνήμες και συναισθήματα νοσταλγικά από μια άλλη εποχή, από τότε που αυτοί ή οι γονείς τους συμμετείχαν λατρευτικά στο κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής και που για να συμμετάσχουν δεν λογάριαζαν ότι έπρεπε να ανεβούν στην κορυφή του βουνού και να κοιμηθούν στην ύπαιθρο. Τους έφτανε ότι εκεί θα βίωναν την εορτή ως Εκκλησία, ως Σώμα του Ζώντος Χριστού, τους αρκούσε το βίωμα, κι ας μην μπορούσαν να το εκφράσουν. Τώρα πλέον, μόνον όποτε τύχει ένας παραδοσιακός βάρδος που με τη φωνή του να ξυπνάει θύμησες ενός άλλου κόσμου αθωότητος, μένουν κι αφουγκράζονται κι αναθυμούνται σαν άλλοι καβαφικοί Ποσειδωνιάται «ανακατευμένοι με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους. Το μόνο που τους έμενε προγονικό, μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους……»

Κωνσταντίνος Τσοπάνης Δρ Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων

Be the first to comment on "Το κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής"

Leave a comment

Your email address will not be published.


*