Από το 1890-1920 έφτασαν στις ΗΠΑ 450.000 Έλληνες μετανάστες . Ο πλασματικός μύθος της Αμερικάνικης “Γης της επαγγελίας”, το ελπιδοφόρο καταφύγιο των αποδήμων όλου του κόσμου, ξελόγιασε και την καταρρακωμένη Ελληνική μας ύπαιθρο. Οι Έλληνες έβλεπαν την Αμερική σαν έναν παράδεισο σαν έναν τόπο που θα μπορούσε να τους προσφέρει αυτά που δεν μπορούσε η πατρίδα τους, δηλαδή μια καλύτερη ζωή, αλλά επιπλέον και τη δυνατότητα να βοηθήσουν οικονομικά τις οικογένειές τους που άφηναν πίσω. Οι Η.Π.Α. έμοιαζαν στα μάτια των μεταναστών σαν χώρα μαγική, χώρα ευημερίας, πλούτου και καλής ζωής. Όταν όμως έφταναν εκεί διαπίστωναν ότι η ευμάρεια που ονειρευόντουσαν απείχε πολύ από την πραγματικότητα.
Οι σκληρές συνθήκες της ζωής στην Ελλάδα, οι αιματηροί πόλεμοι, οι ανελέητες ληστείες, η πείνα ιδιαίτερα της αγροτιάς, ξεσήκωσε ορμητικό κύμα μεταναστών. Ερήμωσαν τα χωριά, ξεράθηκαν τα αμπέλια, μαράζωσαν οι ελιές, πικραμένες μάνες, αδελφές και κοπελιές απόμειναν μόνες να κοιτάζουν με μαράζι το πέλαγος και τον ταχυδρόμο να τους φέρει γράμμα από τον αγαπημένο τους.
Οι Μεσογείτες πήγαιναν µε πρόθεση να μείνουν λίγο διάστημα στην Αµερική, έτσι μετανάστευαν µόνο άντρες. Με επακόλουθο να αδειάζει ο τόπος από το πιο ζωντανό και παραγωγικό κομμάτι του πληθυσμού. Το ένα τρίτο του αριθμού των νέων ανδρών του Μαρκόπουλου βρισκόταν στον Νέο Κόσμο. Έφευγαν, µε την ελπίδα να γυρίσουν σύντομα µε χρήματα .
το πλοίο «Ιβέρνια»
Η τοκογλυφία την εποχή αυτή οργίαζε. Ο τόκος, ήταν 20-30%.Δανειζόντουσαν χρήματα ακόμα και από την εκκλησιαστική επιτροπή του Μαρκόπουλου με τον αντίστοιχο τόκο. Ο Αστικός Κώδικας με το Σύμφωνο της «Εξωνήσεως» επέτρεπε στον δανειστή (τοκογλύφο) δίχως χρονοβόρες διαδικασίες να κατασχέσει την περιουσία του ανήμπορου συμπατριώτη, αν ο δανειζόμενος δεν τα επέστρεφε στην ορισμένη τακτή προθεσμία (συνήθως σε πέντε χρόνια). Η συμφωνία ανάμεσα στον τοκογλύφο και στον δανειζόμενο έδινε το δικαίωμα στον δανειζόμενο να ξαναπάρει πίσω το ακίνητα αφού καταβάλει το ποσόν του δανεισμού στην καθορισμένη προθεσμία. Πόσο άδικα έχασαν την περιουσία τους οι Μαρκοπουλιώτες, αφού με τα λίγα γράμματα που ήξεραν δεν σημείωναν την καταληκτική ημερομηνία, που ίσως και την απέκρυπταν εντέχνως οι τοκογλύφοι από τους αδαείς χρεωφειλέτες . Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σ. Μπούκη που μετανάστευσε για να ξεχρεώσει τα δανεικά από τον θείο του και επειδή είχαν περάσει λίγες μέρες από την συμφωνία, του κράτησε ακόμα και την περιουσία της παντρεμένης αδελφής που δεν είχε προλάβει να της την γράψει με συμβόλαιο ο πατέρας της .
Άλλοι παράγοντες που ωθούσαν προς την υπερπόντια μετανάστευση, εκτός από οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες ήταν και οι πολιτικές καταστάσεις της εποχής. H εμπόλεμη κατάσταση, αλλά και οι πολιτικές εκτροπές και ανωμαλίες ήταν αιτία των μεταναστεύσεων.
H ανυποταξία ήταν σημαντική εκείνη την εποχή, όπως φαίνεται από τις καταστάσεις επιστρατεύσεων κατά νομό των ετών 1897 και 1912. Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ κάποιοι διαφεύγουν τη στράτευση ή την επιστράτευση μεταναστεύοντας προς τις υπερπόντιες χώρες, κάποιοι άλλοι, παλαιότεροι, μετανάστες στη Bόρεια Αμερική επιστρέφουν στην Ελλάδα και παίρνουν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Οι Μεσογείτες που μετανάστευαν στις υπερπόντιες χώρες, εκτός από τη σωματική ικανότητα, δε διέθεταν άλλο προσόν. Ήταν αγράμματοι, λίγοι είχαν τελειώσει το Δημοτικό, δεν είχαν γνώση των δικαιωμάτων τους. Ήταν κατάλληλο υλικό για εκμετάλλευση. Αν κρίνουμε από τις «φρικτές» συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στα μεταναστευτικά υπερωκεάνια, ιδιαίτερα εκείνα της πρώτης περιόδου (1907-1937), οι μετανάστες θεωρούνταν «φορτίο». Πλοία μόλις 5-6 χιλιάδων τόνων, μετέφεραν έως 1.200-1.300 επιβάτες, σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τις 20-22 ημέρες. Οι δοκιμασίες των φτωχών μεταναστών, άρχιζαν πολύ πριν το ταξίδι. Οι περισσότεροι αγνοούσαν τις μεγάλες δυσκολίες που τους περίμεναν στο Νέο Κόσμο. Με την ελπίδα λοιπόν ότι στην ξένη χώρα θα αποκτήσουν χρήματα για να επιστρέψουν και να ζήσουν μια καλύτερη ζωή, αγωνίζονταν να πάρουν την πολυπόθητη άδεια μετανάστευσης για την Αμερική, τόπο απαγορευμένο για παράδειγμα σε όσους υπέφεραν από τραχώματα (διαδεδομένη νόσο την εποχή εκείνη). Εκτός από ότι έπρεπε να είναι κανείς υγιής και να έχει καθαρό ποινικό μητρώο, έπρεπε να αποδείξει ότι είχε πάνω του τουλάχιστον 25 δολάρια με τα οποία θα επιβίωνε μέχρι να καταφέρει να βρει δουλειά. Όσοι τα κατάφερναν, πριν την επιβίβαση στο πλοίο, υποβάλλονταν σε ξεψείριασμα και εμβολιασμό. Οι μετανάστες στοιβάζονταν στους κάτω χώρους. Από την πρώτη κιόλας ημέρα, η πολυκοσμία, οι αναθυμιάσεις των εμετών, η απόπνοια των σωμάτων των επιβατών και η έλλειψη στοιχειώδους καθαριότητας έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική.
Αφού εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι Μαρκοπουλιώτες στην «γη της Επαγγελίας» ήταν εύκολο να προσκαλέσουν συγγενείς και φίλους. Έτσι βρίσκουμε στις λίστες του ΕΛΙΣ ΑΪΛΑΝΤ Μαρκοπουλιώτες και κάποιος να τους φιλοξενεί. Με το πλοίο «Πατρίς», ταξίδεψε ένας Μαρκοπουλιώτης το 1916 και μας διηγήθηκε κάποτε.. « Κατά το ταξίδι όταν ο καιρός ήταν κακός, φίδια µας έζωναν. Η ψυχή μας ήταν μέσα στο φόβο και την ανησυχία. Για φαγητό µας έδιναν κρέατα που δεν μπορούσες να καταλάβεις από τι είδους ζώο προερχόντουσαν. Καμιά εβδομάδα τρώγαμε ότι είχαμε πάρει μαζί μας για το ταξίδι, αλλά σώνονταν και αυτά κάποια στιγμή. Μας έδιναν τρόφιμα µε σκουλήκια, τα πετούσαμε. Για μέρες δεν βλέπαμε παρά θάλασσα και ουρανό. Έπειτα άρχισε να πολλαπλασιάζεται η ψείρα, γέμισαν οι γιακάδες των παλτών μας. Όταν το νερό λιγόστευε οι ταξιδιώτες μαζευόμαστε γύρω από τα ντεπόζιτα και εκεί δίναμε μάχη για λίγο νερό».
το πλοίο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος»
«Έλλις Άϊλαντ», το νησί των ελπίδων και της αγωνίας! Νησί ολοκλήρωσης πόθων και ματαίωσης ονείρων! Δράματα ζωής και θανάτου παίχθηκαν μέσα στις αίθουσες όπου γινόταν η εξέταση των μεταναστών ή πίσω από τα κάγκελα των κρατητηρίων, όπου περίμεναν όσοι επρόκειτο να απελαθούν στον τόπο προέλευσής τους εφ’ όσον δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις.
Μετά το 1916 το ταξίδι έγινε ποιο εύκολο. Κατευθείαν από Πειραιά προς Αμερική διάρκειας 17 ημερών περίπου. Τα καράβια της εποχής ήταν το «Θεμιστοκλής», το «Πατρίς», το «Αθήναι», το «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» που αργότερα μετονομάσθηκε «Μεγάλη Ελλάδα».
Πριν 14 περίπου χρόνια δημοσιοποιήθηκαν τα αρχεία του Λιμένα της Νέας Υόρκης στο «διαδίκτυο» και με πολλές δυσκολίες και επί πολλές ημέρες, κατάφερε ο Νικόλαος Γ. Χασιώτης να ανακαλύψει και να καταγράψει τους Μαρκοπουλιώτες που αναγκάστηκαν να αφήσουν την πατρίδα και την οικογένεια και να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Οι ναυτιλιακές εταιρείες που πραγματοποιούσαν τις μεταφορές κατέθεταν στις αρχές της Νέας Υόρκης λεπτομερείς καταστάσεις με τα ονόματα των μεταναστών, την ηλικία τους ,το φύλο, αν ήταν έγγαμοι ή ανύπανδροι, πόσα χρήματα είχαν μαζί τους, ποια ήταν η γενέτειρά τους και ποιος τους φιλοξενούσε στις ΗΠΑ. Έτσι διασώθηκαν τα στοιχεία για περισσότερους από 22 εκατομμύρια μετανάστες, που έφθασαν στη Νέα Υόρκη από το 1892-1924. Ίσως η λίστα να μην είναι πλήρης , η έρευνα έδωσε αυτά τα ονόματα, όσοι έχουν στοιχεία δικών τους ανθρώπων που δεν αναφέρονται, ευχής έργον θα ήταν να την συμπληρώσουν με τις δικές τους πληροφορίες.
´Ισως μου έφυγαν λίγοι, που ο Σταμάτης Μεθενίτης βρήκε, με διάφορους συνδυασμούς λέξεων..!