Οι άνθρωποι του Μαρκόπουλου τιμούσαν τους νεκρούς τους όπως και όλοι οι Μεσογείτες. Τα μοιρολόγια συνόδευαν τον νεκρό και εξέφραζαν με αυτά τον πόνο του χαμού του δικού τους ανθρώπου, αλλά και τα βάσανα της δικής τους ζωής.Χαρακτηριστικό είναι το μοιρολόι μιας βασανισμένης από τον άνδρα της γυναίκας που στο νεκροκρέβατό του, μοιρολογούσε και έλεγε «Γιάννη μου σε συγχωρώ , να το βρεις απ’ το Θεό».
Το γεγονός του θανάτου συνέδεε τους ανθρώπους και τους έδινε κουράγιο να παλέψουν τη ζωή με όποιες αντιξοότητες προέκυπταν. Σε περιπτώσεις που δεν ήταν ξαφνικός ο θάνατος, αλλά από γηρατειά ή αρρώστια, μαζεύονταν οι συγγενείς στο σπίτι του ετοιμοθάνατου και τον «περίμεναν». Όταν ο νεκρός αισθανόταν το θάνατο να πλησιάζει, φρόντιζε για τη διαθήκη του, στην οποία δήλωνε ότι την υπογράφει με «σώας τας φρένας». Στη συνέχεια ερχόταν ιερέας, να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τον μελλοθάνατο. Ταυτόχρονα οι συγγενείς και προσφιλείς μαζεύονταν να χαιρετήσουν τον άνθρωπό τους. Δεν μιλούσαν δυνατά για «να μην του κόψουν το δρόμο». Προσευχόντουσαν σιωπηλά. Τα μέλη της οικογένειας έστεκαν στο προσκεφάλι του ετοιμοθάνατου να τους δώσει μια τελευταία συμβουλή και την ευχή του. Ο λόγος του είχε μεγάλη βαρύτητα για τους στενούς συγγενείς. Συνήθως η τελευταία του εντολή προς τα παιδιά του ήταν ,«να είστε μονιασμένοι» .
φωτογραφία βγαλμένη το 1948-50 πιθανόν για να σταλεί στο γιό της θανούσης στην Αμερική (Θ. Σκοπελίτη)
Αν ξεψυχούσε ήρεμα, και ανώδυνα, έπρεπε να ήταν καλός άνθρωπος έλεγαν «σαν πουλάκι έφυγε». Αν όμως ήταν παρατεταμένη η επιθανάτια αγωνία , λέγανε, κάτι έχει κάνει και «δεν του βγαίνει η ψυχή». Μετά το1915 κατασκεύαζαν από σκουρέτα κάσες στον ξυλουργό Νικ. Αποσ. Λαδά, τις έντυνε με χασέ τις γαρνίριζε με χρυσή γιρλάντα και πάνω στο καπάκι κάρφωνε χρυσά γράμματα με τα αρχικά του νεκρού. Πολλές φορές τα έβαζε κατωκέφαλα γιατί δεν τα γνώριζε (όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Παπαγιάννης ο Ηλίας στο βιβλίο του).
Τον νεκρό τον κρατούσαν 24 ώρες στο σπίτι Κτυπούσαν πένθιμα την καμπάνα του Αγ. Ιωάννη για να μαθευτεί το γεγονός και φίλοι και συγγενείς , έπαιρναν το κερί και πήγαιναν να του ευχηθούν «καλό ταξίδι» και «καλή αντάμωση». Οι στενοί συγγενείς και οι φίλοι ξενυχτούσαν το νεκρό και έψαλαν το «Ψαλτήρι» (300 ψαλμούς μετάνοιας του Δαυίδ) .Η νύχτα περνούσε με ιστορίες καμιά φορά και αστεία περιστατικά (αν ήταν ηλικιωμένος) από την ζωή του εκλιπόντα, αν ήταν κανένας τζαναμπέτης, τα ελαττώματά του έμπαιναν προσωρινά στο χρονοντούλαπο. Μετά από 24 ώρες από τον θάνατο, ερχόταν ο παπάς και να τον «σηκώσουν». Προσέφεραν καφέ πικρό της «παρηγοριάς» όπως έλεγαν κονιάκ και παξιμαδάκια. Όσο για το νεκρόδειπνο που ακολουθούσε μαγείρευαν ψαρόσουπα ή μακαρόνια με τυρί, έπιναν κρασί για να συγχωρήσουν τον θανόντα, δίχως να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους.
Όσο κρατούσε το πένθος δεν έκανε η οικογένεια αρραβώνα, γάμο ή γιορτή. Δεν πήγαιναν στα πανηγύρια ούτε είχαν κοινωνικές επαφές. Μαυροντύνονταν όλοι ακόμα και τα νεαρά κορίτσια, όσο για τους άνδρες κυκλοφορούσαν με μαύρο περιβραχιόνιο. Η χήρα και η μητέρα του θανόντος δεν έβγαζαν ποτέ τα μαύρα, οι στενοί συγγενείς πενθούσαν τουλάχιστον τρία χρόνια. Δεν έφτιαχναν γλυκά στις γιορτές. Τα ταφικά έθιμα τηρήθηκαν με ευλάβεια για πολλά χρόνια στο Μαρκόπουλο και συμβόλιζαν την αντίληψη ότι οι δικοί μας άνθρωποι δεν έφυγαν, αλλά μας βλέπουν από ψηλά, μας παρακολουθούν , χαίρονται με τις χαρές μας και λυπούνται με τις λύπες μας.
Κάπως έτσι οι παλιοί Μαρκοπουλιώτες έφευγαν για την αιώνια ζωή, άλλοι με μεγαλύτερη επισημότητα λόγω της επιφανούς ζωής τους και άλλοι, με λιγοστά στεφάνια χωρίς τυμπανοκρουσίες ,αλλά με την αγάπη και τη φροντίδα των δικών τους ανθρώπων, οι οποίοι διατηρούσαν έντονο το αίσθημα του κενού στις καρδιές τους. Τα μοιρολόγια των γυναικών μας είναι θαυμαστά αριστουργήματα, προϊόντα ευαισθησίας . Ένα από αυτά και το παρακάτω μοιρολόι της μάνας προς το παιδί της (ο μεγαλύτερος πόνος πάνω στη γη) κανείς να μην τον νοιώσει.
Be the first to comment on "«Καλό Ταξίδι» (έθιμα ταφής στο Μαρκόπουλο)"