Η Βραυρώνα βρίσκεται στη νότια ακτή της Αττικής στον κολπίσκο της Βραώνας που διασχίζεται από τον μικρό ποταμό Εράσινο. Στο λόφο όπου βρισκόταν αυτός ο οικισμός ήταν κτισμένο το ιερό της Βαυρωνίας Αρτέμιδος που αποτελεί ένα απο τα αρχαιότερα και πιο σεβάσμια ιερά της Αττικής. Το ιερό της θεάς και ο γύρω χώρος αποτελουν τον Αρχαιολογικό Χώρο της Βραυρώνας. Η Βραυρώνα ήταν μια από τις 12 αρχαίες πόλεις της Αττικής και ονομάστηκε έτσι από τον ήρωα Βραύρωνα. Σύμφωνα με την παράδοση στο ιερό υπήρχε το άγαλμα της θεάς που είχαν μεταφέρει κατόπιν εντολής της Άρτεμης ο Ορέστης και η Ιφιγένεια από την Ταυρίδα. Από το 700 π.Χ. περίπου αρχίζει η περίοδος ακμής του ιερού, που φτάνει στο αποκορύφωμα της κατά το β΄μισό του 5ου αι. π.Χ. και σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ.
Ο φυσικός όρμος της Βραυρώνας στάθηκε η βασική αιτία για την πρώτη εγκατάσταση ανθρώπων ήδη στα νεολιθικά και κυρίως στα πρωτοελλαδικά χρόνια (3500 – 2000 π.Χ.), καθώς η ευνοϊκή του θέση εξασφάλιζε επικοινωνία με τα νησιά των Κυκλάδων και τη Μ. Ασία.
Στη νεολιθική εποχή χρονολογούνται όστρακα που βρέθηκαν στην ανατολική πλευρά του λόφου της προϊστορικής ακρόπολης, εκεί όπου βρίσκεται το σημερινό Μουσείο της Βραυρώνας. Στην ίδια περιοχή καθώς και στην ανατολική και νότια πλευρά του λόφου, ακόμη και στις βόρειες πλαγιές βρέθηκε κεραμική πρωτοελλαδικής εποχής (2650 – 2000 π.Χ.)
Κατά τη μεσοελλαδική εποχή (2000 – 1600 π.Χ.) ο οικισμός στον οποίο εντάχτηκε σε μεταγενέστερους χρόνους το ιερό εξελίχτηκε σε πραγματικά οργανωμένη κοινότητα και έφτασε σε υψηλό σημείο ανάπτυξης όπως αποδεικνύουν τα πολλά λείψανα κατοικιών, που αποκαλύφτηκαν στην κορυφή του λόφου και στο ψηλότερο μέρος της βόρειας πλευράς του, καθώς και η άφθονη άριστης ποιότητας μινυακή και αμαυρόχρωμη κεραμική. Επίσης η παρουσία περιβόλων και τειχών μαρτυρεί είτε ότι οι κάτοικοι είχαν δεχτεί επιθέσεις είτε ότι διαβλέποντας τον κίνδυνο εχθρικής επιδρομής έκτισαν τείχη για να προστατεύσουν τον οικισμό τους.
Κατά τη διάρκεια της μεσοελλαδικής περιόδου (1600 – 1100 π.Χ.) η θέση ήταν πυκνότερα κατοικημένη, όπως δείχνουν τα λείψανα οικιών στην κορυφή του λόφου και στο ψηλότερο μέρος της βόρειας πλαγιάς, αλλά και οι θαλαμοειδείς λαξευμένοι τάφοι της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ β- γ περιόδου, που έχουν ανασκαφτεί στις δυτικές πλαγιές του λόφου Λαπούτσι απέναντι και ανατολικά από το Μουσείο, στη Χαμολιά και αλλού.
Στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής φαίνεται ότι ο οικισμός παρακμάζει και εγκαταλείπεται στο χρονικό διάστημα από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ β (1300 – 1230) έως 900 π.Χ., προφανώς μετά την επίθεση εχθρών στην Αττική.
Με την επάνοδό τους οι κάτοικοι δεν εγκαταστάθηκαν στο λόφο της Βραυρώνας, αλλά 3 χιλ. περίπου μακρύτερα από αυτόν, στην περιοχή ”Κήποι”, καθώς η ζωηρή ανάμνηση των επιθέσεων τους απέτρεψε από το να εγκατασταθούν στον ίδιο λόφο με τις κατεστραμμένες οικίες. Ο νέος οικισμός της Βραυρώνας βρισκόταν μακρύτερα από τη θάλασσα και δεν ήταν ορατός λόγω των χαμηλών λόφων που τον προστάτευαν. Σ’ αυτήν ακριβώς την τοποθεσία είχε ο Πεισίστρατος την κτηματική του περιουσία.
Λείψανα από τους γεωμετρικούς (9ος – 8ος αι.) και αρχαϊκούς (7ος – 6ος αι.) χρόνους έχουν εντοπιστεί επίσης στην περιοχή Καψάλα, στο Λε – Δεσπότη και στον Άγιο Δημήτριο, ενώ ερείπια οικισμού βρέθηκαν και στις δυτικές και νότιες πλαγιές του επιμήκους λόφου, ο οποίος εκτείνεται μεταξύ των θέσεων “Κήποι” και “Μετόχι” της Βραυρώνας, όπου βρισκόταν ο δήμος των Φιλαϊδών. Στους λόφους γύρω από το ιερό και την πεδιάδα ανακαλύφτηκαν λείψανα τάφων γεωμετρικών χρόνων.
Στην αρχαϊκή περίοδο (700 – 508 π.Χ.) τοποθετείται ο παλαιότερος ναός της Αρτέμιδας. Έντονη οικοδομική δραστηριότητα στο ιερό παρατηρήθηκε από τα μέσα του 5ου και καθ’ όλη τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. Το ιερό εκτός από το ναό περιελάμβανε πολλά οικοδομήματα. Πολλά από αυτά έφεραν στο φως οι ανασκαφές ενώ άλλα δεν έχουν εντοπιστεί ακόμη, αλλά μαρτυρούνται σε επιγραφές.
Κέντρο της λατρείας παρέμενε πάντοτε ο αρχικός πυρήνας του ιερού, γύρω από το ναό της Αρτέμιδας και τον τάφο της Ιφιγένειας, στη βόρεια βραχώδη πλαγιά του λόφου της ακρόπολης.
Το ανάλημμα και μια γέφυρα που είχαν προορισμό την προστασία του ιερού από τα νερά δεν μπόρεσαν να το προφυλάξουν από μεγάλη καταιγίδα γύρω στο 300 π.Χ.οπότε ο χώρος καταχώθηκε.
Το ιερό παρέμεινε έτσι ως το 1948 που ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφή του από τον Ιω. Παπαδημητρίου. Μεταξύ των ετών 1950 – 1960 έγινε η αναστήλωση της στοάς που πλαισίωνε την εσωτερική και ανοιχτή προς το ναό της Άρτεμης αυλή από τον καθηγητή Χ. Μπούρα.