Το παράπονο ενός γονιού

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια, από τότε που μια μέρα, πήρα το αυτοκίνητό μου και βγήκα στον κάμπο για να ΄βρω κανένα χόρτο ή κανένα βολβό. Πήρα τον δρόμο για την Βραυρώνα, σταματώντας και ψάχνοντας κάθε τόσο . Έφτασα στο Κήπι το πέρασα και σιγά-σιγά έφτασα στο Καλιμπάκι. Άφησα το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και ανοίχτηκα , μήπως και βρω κάτι από αυτά που έψαχνα.

Με την ησυχία μου προχωρούσα και έψαχνα. Πήγαινα ερχόμουν και στο αυτοκίνητο για να κάνω κανένα τσιγάρο, να πιώ λίγο νερό και να ξαποστάσω. Κάποια στιγμή θυμήθηκα ότι, πριν αρκετό καιρό είχα κάνει μια συζήτηση στο καφενείο του χωριού με ένα βοσκό. Μου είχε πει εκείνος τότε ότι, από το Καλιμπάκι, υπάρχει ένας δρόμος, που οδηγεί στο χωριό των Σπάτων και στη μέση της διαδρομής υπάρχει ένα πηγάδι που έχει νερό. Είχα χρόνο και σκέφτηκα εκείνη τη μέρα να κάνω αυτή τη διαδρομή- να πάω προς τα εκεί. Εγώ πάντα μέσα στο αυτοκίνητο, είχα πάντα ένα κουβά και σχοινί, για κάθε περίπτωση. Τα πήρα και ξεκίνησα τον δρόμο για να βρω εκείνο το πηγάδι. Πράγματι μετά από αρκετές εκατοντάδες μέτρα, βρήκα το πηγάδι.

Από μακριά είδα σε μια γούρνα κοντά στο πηγάδι να κάθεται κάποιος άνθρωπος. Ζύγωσα κοντά και είδα ένα γέροντα να κρατά με τις παλάμες των χεριών του, να κρατά τα μάγουλά του και να τρίβει απαλά το πρόσωπό του. Σταμάτησα, δεξιά του, τον καλημέρισα, αυτός μου ανταπόδωσε το καλημέρισμα και με ρώτησε από πού έρχομαι.

-Από το Μαρκόπουλο είμαι και βγήκα για κανένα χόρτο και βολβούς. Μετά πήγα κοντά στο πηγάδι, έδεσα το σχοινί με τον κουβά για να πάρω νερό. Τον ρώτησα αν θέλει να πιεί, λίγο φρέσκο -δροσερό νερό.

-Ναι, θέλω γιατί, διψάω μου είπε. Του έδωσα νερό με ευχαρίστησε και με ρώτησε ποιος είμαι και το επίθετό μου. Του είπα και κάθισα δίπλα του , στη γούρνα. Τον ρώτησα και εγώ ποιος είναι , πως είναι μόνος του τέτοια ώρα και από πού ήταν. Ο γέροντας τότε άρχισε να μου μιλάει με ένα παράπονο και όχι καθόλου μίσος.

– Άκουσε με , παιδί μου, όταν ο άνθρωπος γεράσει, όπου και να πάει είναι εμπόδιο.

-Γιατί , γέροντα το λες αυτό; Είναι εμπόδιο; Τον ρώτησα ξαφνιασμένος.

– Είναι εμπόδιο σε όποια γωνιά του σπιτιού και αν καθίσει. Γιατί, από την ώρα που θα σηκωθείς το πρωϊ και ζητήσεις κάτι από το παιδί σου ή από την γυναίκα του παιδιού σου, η μόνη απάντηση είναι— ναι πατέρα, αλλά περίμενε λίγο, γιατί τώρα έχω δουλειά. Κάθεσαι κάπου και έρχεται και σε σηκώνει και σου λέει: – πατέρα σήκω γιατί θέλω να σκουπίσω,- πας πιο πέρα, πάλι το ίδιο. Όλη μέρα το ίδιο βιολί, συνεχίζεται. Γι΄ αυτό παλληκάρι μου, παίρνω κάθε πρωϊ το δρόμο και έρχομαι εδώ, για να αποφύγω όλα τα εμπόδια, που μου παρουσιάζονται στο σπίτι. Εκεί που μεγάλωσα, εγώ, τα παιδιά μου με μεγάλους κόπους και τώρα να σου λένε τα παιδιά σου – πατέρα κάνε πιο κεί, γιατί εδώ μας είσαι εμπόδιο. Το λοιπόν , εδώ περνάει η μέρα μου, χωρίς εμπόδια και χωρίς να γίνομαι κακός με τα παιδιά μου.

-Παππού, έχεις πολλά παιδιά;

– Έχω πέντε παιδιά και τρεις νύφες.

– Από τα πέντε παιδιά σου, δεν σε πήρε κανείς να σε προστατέψει;

-Όχι, παιδί μου, γιατί σε όλους είμαι εμπόδιο. Κάθισα αρκετές ώρες μαζί του, συζητήσαμε διάφορα για την ζωή του και τέλος τον ρώτησα – τι ώρα γυρίζει στο σπίτι του και του πρότεινα να τον πάω. Μου αρνήθηκε. -Όχι, παιδί μου γυρίζω στο σπίτι, όταν βασιλεύει ο ήλιος— σε ευχαριστώ πολύ ,θα γυρίσω μόνος μου.

– Εγώ θα φύγω ,τότε παππού.

-Να πας στο καλό παιδί μου.

Μπήκα στο αυτοκίνητο και το μόνο που σκεπτόμουν όλη την ώρα ήταν: Μήπως και εμείς , όταν γεράσουμε θα έχουμε την ίδια τύχη, σαν αυτό τον γέροντα; Μετά από πέντε παιδιά, να γυρίζει σαν περιπλανώμενος Ιουδαίος, μόνος κάθε μέρα μακριά από το σπίτι του, γιατί ήταν εμπόδιο στα ίδια του τα παιδιά. Κρίμα!!!!

Αληθινή Ιστορία από τον ΙΩΑΝΝΗ ΜΙΧ. ΖΑΧΑΡΙΑ
«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΤΟΥ»— ΚΙΚΕΡΩΝ
Επιμέλεια του κειμένου: Ασπασία Ζάννε- Μπουσέ

Be the first to comment on "Το παράπονο ενός γονιού"

Leave a comment

Your email address will not be published.


*