Όταν ήλθε η κατοχή (1940-1941),είχαμε πέσει όλοι στη δουλειά για να επιβιώσουμε. Ο δεύτερος αδελφός μου, πότε εργαζόταν ως φορτοεκφορτωτής και πότε πήγαινε για ψάρεμα στο Πόρτο Ράφτη. Η ζωή μας ήταν λιτή. Τα ψάρια τα πουλούσαν στους μαυραγορίτες και αυτοί μας πουλούσαν πότε λάδι, πότε ψωμί.
Εγώ το 1939 πήγαινα στην Α! Δημοτικού. Τότε τα πιο πολλά παιδιά είχαν τραχώματα στα μάτια και μας είχε ξεχωρίσει ,από όσα παιδιά δεν είχαν αυτή την πάθηση. Μας πήγαν στο βορειοανατολικό τμήμα του σχολείου όλους μαζί . Είχαμε δάσκαλο τον Κο Γρηγόρη Ξενόπουλο που μας αγαπούσε πολύ και μας μάθαινε γράμματα. Αλλά ήταν μανιώδης με το μαντολίνο. Μας μάθαινε τραγούδια της λεβεντιάς και της εξέγερσης κατά των Τούρκων.
Η Παναγιώτα Πρίφτη (μητέρα του Ν. Κατσίκη),τραγουδούσε πολύ ωραία και ο δάσκαλος την έβαζε να λέει «κάτω στου βάλτου τα χωριά» και αυτός έπαιζε μαντολίνο. Την επόμενη χρονιά πήγαμε σχολείο στον σιδηροδρομικό σταθμό και εκεί είχαμε μεγάλη αλάνα για παιχνίδι.
Δεν άργησε όμως να έλθει ο Οκτώβρης και η σημαδεμένη μέρα η 28η. Ήταν ηλιόλουστη- καθόλου σύννεφα. Κατά τις 8-9π.μ ακούσαμε μία ομοβροντία, βγήκαμε όλοι έξω και το μόνο που είδαμε ήταν ένα σύννεφο, πάνω στον Υμηττό. Μετά ήλθαν τρέχοντας και φωνάζοντας γυναίκες,( η μία ήταν η μάννα του Γιάννη του αλμπάνη και η άλλη η γυναίκα του Θωμά του Μπαγλαντζή). Ο δάσκαλός μας τα είχε χαμένα «τι έχετε κυράδες και τρέχετε και φωνάζετε; Τι συμβαίνει;»
-Πόλεμος-πόλεμος, η Ιταλία μας κήρυξε πόλεμο. Στείλτε τα παιδιά γρήγορα στα σπίτια τους!!!
Και τότε άρχισαν να κτυπούν οι καμπάνες. Ο δάσκαλός μας ,δάκρυσε: «Όλοι στη σειρά, μας είπε και άρχισε να μας φιλά έναν-έναν. Μας είπε να μην φοβόμαστε, μας έδωσε κουράγιο , ότι ο πόλεμος θα τελειώσει και τέλος είπε να πάρουμε τις σάκκες και να πάμε γρήγορα στα σπίτια μας. Φθάνοντας στα σπίτια μας είδαμε τις γυναίκες σε αναστάτωση. Είχαν ακούσει από το ραδιόφωνο, ότι καλούσαν ηλικίες ανδρών για το μέτωπο.
Οι μάνες αγκάλιαζαν τα παιδιά τους, τους έλεγαν να γυρίσουν σώα και να τους φέρουν την νίκη. Πρωί-πρωί την άλλη μέρα, απ΄ όλες τις γειτονιές μαζευτήκαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Το τρένο ερχόταν από το Λαύριο και μάζευε από τους σταθμούς παλληκάρια. Ήταν γεμάτο και ανέβαιναν πάνω από την σκεπή των βαγονιών. Τα μάτια των μανάδων ήταν δακρυσμένα και φιλούσαν τα παιδιά τους.. Τους έδιναν κουράγιο και όλες με μια φωνή τους φώναζαν δυνατά: «στο καλό-στο καλό και να μας φέρετε την νίκη».
Σε λίγες μέρες ,τα στρατεύματά μας, είχαν εισχωρήσει στην Αλβανία, τα ραδιόφωνα κάθε ώρα έλεγαν τα νέα. Όταν κτυπούσαν οι καμπάνες , τρέχαμε να κρυφτούμε στα καταφύγια. Ακούγαμε την βουή των αεροπλάνων- δεν βλέπαμε τίποτα και βγαίναμε με την λήξη. Τα βράδια πηγαίναμε στα σπίτια όσων είχαν ραδιόφωνο ,για να μαθαίνουμε νέα . Μας ενθάρρυναν και μας λέγανε «πήραμε την Κορυτσά, πήραμε το Τεπελένι , οι φαντάροι μας πολεμούν σαν λιοντάρια κ.τ.λ». Θυμάμαι, είχαν πιάσει Αλβανούς αιχμαλώτους, τους πήγαιναν στο Λαύριο και ΄μεις τα μικρά παιδιά τρέχαμε να τους δούμε. Ήρθε ο Δεκέμβρης του ΄41 , εμείς ξυπόλητα και με χιονίστρες.
Μαρκοπουλιώτες φαντάροι στον πόλεμο του ’40
Οι Εγγλέζοι κατά την υποχώρησή τους από το μέτωπο, πέρασαν από χωριά των Μεσογείων και κυρίως από το Πόρτο Ράφτη. Επιβιβάζοντο σε πλοία με προορισμό την Κρήτη και την Αίγυπτο.
Όταν ήλθαν οι Γερμανοί μάζεψαν λάφυρα και εκατοντάδες αυτοκίνητα. Είχαν βάλει σκοπούς να τα φυλάνε, επειδή εμείς τα παιδιά το βράδυ κλέβαμε βενζίνη. Έκανε πολύ κρύο ,μια μέρα και φορούσα μια μακριά μαντία, που ΄χα βρει μέσα σ΄ένα αυτοκίνητο. Καθόμουν στο κτίριο του σταθμού. Ξαφνικά ακούω «αλτ-αλτ» και βλέπω δύο πολίτες με δύο μπετόνια βενζίνη. Έτρεχαν εκείνοι, έτρεχα και ΄γω. Άκουσα μια τουφεκιά και ένα βουητό. Τρέχοντας μπήκα και κρύφτηκα στη μάντρα του Σπυρογιάννη. Όταν καμιά φορά γύρισα σπίτι, είδα ότι η μαντία είχε μια τρύπα από την σφαίρα του Γερμανού.
Δεν την ξαναέβαλα γιατί φοβόμουν μην δούν την τρύπα και με ξαναπυροβολήσουν, γιατί περνούσα κάθε μέρα από κει πηγαίνοντας στα χωράφια για λάχανα. Τα λάχανα τα πήγαινα στον Γιώργο τον Κιμπεζή (Κακαβούλη) που τα πουλούσε στην Αθήνα και αυτός μου έδινε μια χούφτα σταφίδες. Εκτός από την πείνα ,είχαμε ελονοσία και θέρμες ,από το κακό φαγητό.
Γερμανός φρουρός στην πλατεία Μαρκοπούλου (Μεθενίτης 2007)
Μιά μέρα που έφευγα από την πλατεία, κοντά στο σπίτι του Γ. Σπυράκη, ήταν ένα παιδάκι της ηλικίας μου ξυπόλητο. Κρατούσε ένα σιδερένιο κουτάκι στο ένα του χέρι. Το άλλο του χέρι είχε μόνο δύο δάχτυλα και μου είπε «πεινάω». Το πήρα και πήγαμε σπίτι μας.
-«Μάνα πεινάει- δεν έχει φάει τίποτα».
-«Καθείστε -βράζω χόρτα, αλλά πρώτα πήγαινε στο μπακάλη να φέρεις λάδι» είπε η μάνα μου. Πήρα 100 δράμια και ο Θεός να το κάνει λάδι- δεν έβγαινε από την κάνουλα, αν δεν το ζέσταινε πρώτα με φωτιά από κάτω. Αφού φάγαμε το παιδάκι μας είπε ότι το λένε- Χρηστάκη, είναι από την Κερατέα και δεν ξέρει αν ζουν οι γονείς του. Σε λίγο κίνησε να φύγει και πήρε το δρόμο, που έβγαζε στα σπίτια του Θοδωρή Κουμπή- του Γεωρ. Κούκη και του Σταύρου Νικολάκη. Το παιδί ,όμως το κράτησε στο σπίτι του ο μπάρμπα- Θοδωρής. Το έπλυνε, το έντυσε, και μεγάλωσε κοντά τους, ώσπου έγινε ώριμος άντρας. Έμαθα ότι παντρεύτηκε ,αλλά δεν ξέρω αν ζει σήμερα.
Συνέβησαν και πολλά άλλα εκείνη την εποχή, που δεν μπορώ ή δεν θυμάμαι να σας περιγράψω!!!
Αληθινή ιστορία (απόσπασμα) από την βιογραφία του ΙΩΑΝΝΗ ΜΙΧ. ΖΑΧΑΡΙΑ
Επιμέλεια κειμένου: Ασπασία Ζάννε- Μπουσέ
«ΜΑΝΑ ΠΑΤΡΙΔΑ»
Μάνα πατρίδα ξέχασες
πως είμαι το παιδί σου,
πάντα σε πίκρες σε χαρές
είμαι και εγώ μαζί σου.
Μάνα πατρίδα μην πονάς
και μη λυγάει η καρδιά σου.
Εσύ θα είσαι πάντοτε
μπροστάρα στα παιδιά σου.
Εδώ γεννήθηκαν Θεοί
Τιτάνες ανδρειωμένοι,
που έδωσαν τα φώτα τους
σ΄ όλη την οικουμένη.
Οι νόμοι ξεκινήσανε
μέσα από την Ελλάδα
και οι αθλητές μας σήκωσαν
πολύ ψηλά την δάδα.
Στην Ολυμπία άρχισαν
οι ιεροί αγώνες
με Έλληνες περήφανους
και μ΄αυστηρούς κανόνες.
Περάσανε όμως οι καιροί,
περάσανε αιώνες
τα μαρτυρούνε οι γραφές,
τα γράφουν οι κολώνες.
Πατρίδα μου-πατρίδα μου
η Ελπίδα σε νταντεύει
και η φτερωτή η Νίκη σου
πάντα σε προστατεύει!!!!!
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΙΧ. ΖΑΧΑΡΙΑΣ
Be the first to comment on "Το Μαρκόπουλο το ’40 μέσα από τα μάτια ενός παιδιού"