Προσπάθησα να κρατήσω στη θύμησή μου αρκετές μικρές καθημερινές εικόνες. Στα παιδικά μου μάτια όλα φάνταζαν σημαντικά και πώς να ξεδιαλέξω τα ασήμαντα από τα σημαντικά; Θα τα διηγηθώ όλα και εσύ κράτα όσα θεωρείς σημαντικά. Ακολούθησέ με αν θες να γνωρίσεις μέσα από τις θύμησές μου αυτόν τον τόπο τους ανθρώπους και λίγη από την ιστορία του Μαρκόπουλου.
Έχω σκοπό μέσα από τα δικά μου μάτια να περιδιαβείς και εσύ τον τόπο που μεγάλωσα και αγάπησα. Στο Μαρκόπουλο είδα πρώτη φορά το φως του ήλιου, εδώ έτρεξα πρώτη φορά και μάτωσα τα πόδια μου στους χωματένιους δρόμους. Εδώ ακούστηκε το πρώτο μου γέλιο και χάραξα τα όνειρα για μια ζωή που δεν ήξερα, σε μια πατρίδα που δεν είχε πολλά να σου δώσει, εγκαταλειμμένη η γη γιατί οι νέοι ήταν για χρόνια στρατιώτες. Ζωή λιτή, ο πατέρας μεσανατολίτης (είχε φύγει με βάρκα και είχε ενταχθεί στο ναυτικό της κυβέρνησης της Μέσης Ανατολής) για τέσσερα χρόνια εγκαταλελειμμένη η αγροτική γη. Εισόδημα αγροτικό και αυτό ελάχιστο, μέχρι να αρχίσει η γη να καλλιεργείται και να αποδίδει καρπούς, πέρασε καιρός. Όλοι σχεδόν, ζούσαμε απλά και ο ένας βοηθούσε τον άλλον.
Τα παιδικά χρόνια αυτά τα χρόνια της αθωότητας…. Τότε που το παιχνίδι ήταν καθρέφτης της ζωής μας. Μιας ζωής στερημένης, μίζερης σε μια Ελλάδα φτωχή Για εμάς τα παιδιά όμως η ζωή ήταν ανέμελη , δημιουργική, αφού έλλειπαν τα χρήματα απελευθερώναμε την φαντασία μας και δημιουργούσαμε, φτιάχναμε τα παιχνίδια μας. Τα αγόρια κατασκεύαζαν τα παιχνίδια που τους αντιπροσώπευαν (συνήθως πολεμικά παιχνίδια) και εμείς τα κορίτσια ότι είχε σχέση με τον μελλοντικό μας ρόλο (δηλαδή κούκλες ,είδη κουζίνας). Κατσαρόλες και τηγάνια φτιαγμένα από το ασημόχαρτο των πακέτων των τσιγάρων, και κούκλες από κουρέλια.
Παλαιότερα, ο ερχομός της άνοιξης ήταν και το σύνθημα για μαζική έξοδο της πιτσιρικαρίας από τα σπίτια, για ατέλειωτο παιχνίδι σε δρόμους και χωράφια μέχρι αργά το βράδυ. Με μέσα λιγοστά και με μόνους οδηγούς το κέφι, τη φαντασία και την ξενοιασιά. Οι γειτονιές βούιζαν από παιδικές φωνούλες, το κουτσό ,οι βόλοι ,το κρυφτό, το σπασμένο τηλέφωνο, μας ένωναν απ’ όλες τις γειτονιές σε μια μεγάλη παρέα. Με πόση νοσταλγία αναπολώ τα βιώματα των παιδικών μου χρόνων μαζί με τις γειτονιές που χάθηκαν. Τα πόδια μας μάτωναν στις χωμάτινες αλάνες, πονούσαν ,αλλά πώς να έφευγες και να άφηνες πίσω σου αυτό το χαρούμενο μελίσσι ; Πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα. Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε τη βίτσα, συνήθως από μουριά να μας πληγώνει την παλάμη. Ο δάσκαλος Τριανταφύλλης ήταν ονομαστός για αυτές τις παιδαγωγικές μεθόδους . Μπλε οι κοριτσίστικες ποδιές, άσπρο γιακαδάκι και άσπρη κορδέλα στα μαλλιά..
Ήταν μια ζωή δημιουργική , τα παιχνίδια ήταν φτιαγμένα από εμάς για εμάς και όχι μαζικά φτιαγμένα σε κάποιο εργοστάσιο της Κίνας Ζήσαμε. Και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε όσο μας χρωστάει ο Θεός, σε πείσμα όλων αυτών που μας πλαστικοποίησαν τη ζωή με δικές τους ιδέες και για δικό τους όφελος .Και το νερό που πίναμε για να ξεδιψάσουμε από το παιχνίδι ήταν πάντα χλιαρό. Πίναμε νερό απ το λάστιχο του κήπου (τι εμφιαλωμένα νερά και όνειρα θερινής νύχτας!) . Γευόμασταν βούτυρα και μαρμελάδες σπιτικές και σπιτικά γλυκά κουταλιού συκαλάκι, περγαμόντο, βύσσινο και πορτοκάλι, νερατζάκι. Τρώγαμε κεφτέδες με πατάτες τηγανιτές και άφθονο ψωμί, αλλά ποτέ δεν ήμασταν υπέρβαρα παιδιά γιατί γυρνάγαμε όλη μέρα στους δρόμους και τις αλάνες παίζοντας.
Tο μεσημέρι της Κυριακής μετά το οικογενειακό γεύμα πόση λαχτάρα είχαμε να πάμε στο γήπεδο (όπου η εκκλησία του Αγ. Νικολάου στο Μαρκόπουλο το γήπεδο του ΜΟΥΣΧΟΥΝΤΗ) να δούμε να παίζει η ομάδα μας, δίχως κερκίδες και καθίσματα, αλλά δεν μας ένοιαζε . Η γλυκύτερη αναμονή ήταν το διάλλειμα του αγώνα , όταν ο Φίλιππος ο παγωτατζής ερχόταν με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το έσπρωχνε στο χωματόδρομο( το καροτσάκι για προστασία από τον ήλιο είχε μια ομπρέλα) και με μια μικρή σπάτουλα μας γέμιζε τα χωνάκια με παγωτό λέγοντας τραγουδιστά.
Be the first to comment on "Τα παιχνίδια των παιδικών μας χρόνων"