Τα παιδικά μου χρόνια στο Μαρκόπουλο

Γεννήθηκα το 1949 βίωσα μικρό παιδί την καταστρεμμένη από τον πόλεμο και τον εμφύλιο Ελλάδα ,αυτόν τον τραγικό αδελφοκτόνο πόλεμο. Αυτή την δύσκολη εποχή έζησα τα παιδικά μου χρόνια στο Μαρκόπουλο. Μάθαμε αριθμητική «ψωνίζοντας» στον μπακάλη, στον μανάβη, μετατρέποντας τα χονδρά νομίσματα- σε λιανά, τις πήχες-σε μέτρα, τις οκάδες- σε κιλά.

Μάθαμε κοντά στους αγρότες γονείς μας για τις αρρώστιες των δένδρων, για τους σπόρους, τα λαχανικά, τα δένδρα, την φυλλοξήρα που κατέστρεφε χρόνο με το χρόνο την αγροτική παραγωγή. Τινάξαμε με καλάμι τις ελιές, τρυγήσαμε και πατήσαμε σταφύλια, δίπλα στην γιαγιά υφάντρα, μάθαμε για το στημόνι και το υφάδι, το πώς η οικιακή οικονομία μεταποιούσε τα κουρέλια σε κουρελούδες και πως ύφαινε «καραμελωτά» και χράμια. Μάθαμε πως μπολιάζουν τα άγρια δένδρα και τον άλλο χρόνο να μας δίνουν καρπούς. Με τους δασκάλους βγήκαμε στην εξοχή, μιλήσαμε με τους αγρότες για τις αρρώστιες των δένδρων, για τους δυνατούς ανέμους, την παγωνιά.

Κόψαμε ξύλα για το τζάκι, και φροντίσαμε τα οικόσιτα ζώα, παρατηρούσαμε τους έρωτές τους και παρασταθήκαμε στις γέννες τους. Ταΐσαμε με το μπιμπερό τα κατσικάκια που είχαμε στην αυλή μας και πονέσαμε όταν ήρθε η ώρα να γεμίσουν το Πασχαλινό τραπέζι (συνήθως τα αντάλλασε στον χασάπη ο πατέρας με αρνάκι, γιατί ήταν αδύνατο να φάμε αυτό που τόσο καιρό ταΐζαμε και παίζαμε μαζί του).Με τι χαρά περιμέναμε τον παππού να μας φέρει το λουκούμι «ραχάτ», σαν τρόπαιο από την νίκη του στην κολτσίνα. Αγκαλιάσαμε τις πρώτες κούκλες φτιαγμένες από κουρέλια και τις κοιμίσαμε σε κεραμίδι νανουρίζοντάς τες. Φορέσαμε τακούνια σαν μεγάλες κυρίες περπατώντας απάνω σε ξύλινες κουβαρίστρες.

Οι δασκάλες μας και οι δάσκαλοι μας παρότρυναν να παρακολουθούμε τα γεγονότα και ψύχραιμα να μελετούμε τα τεκταινόμενα. Παρατηρούσαμε τις προετοιμασίες του γάμου, την τελετή και τα έθιμα του χωριού μας. Το σιδέρωμα της προίκας ήταν μια γιορτή και για εμάς τα παιδιά, στις βαπτίσεις τρέχαμε να δώσουμε τα συγχαρήκια στην μάνα του μωρού για το όνομα. Πόσες φορές δεν τρομάξαμε την κότα που κλωσούσε τα αυγά και πόσο την χαρήκαμε όταν την είδαμε να κάνει βόλτα στην αυλή, περήφανη με τα κίτρινα χνουδωτά κοτοπουλάκια της .

Οι ημέρες του τρυγητού ήταν και για εμάς πανηγύρι, εργάτριες από τους γειτονικούς νομούς με πολύχρωμα μαντίλια και μακριές φούστες έφθαναν χαρούμενες να εργασθούν στη συγκομιδή των σταφυλιών. Άνοιγαν τα σπίτια οι Μαρκοπουλιώτες να τους φιλοξενήσουν όσο θα διαρκούσε ο τρυγητός. Πόσες ιστορίες από τα μέρη τους είχαν να μας διηγηθούν!!

Ζούσαμε και τον θάνατο προσφιλών μας ανθρώπων , αφού δεν υπήρχαν ψυγεία και ο νεκρός έπρεπε να μείνει 24 ώρες στο σπίτι του. Οι γυναίκες θρηνούσαν και εμείς σε μια γωνιά ή κάτω από το τραπέζι προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε το μυστήριο του θανάτου. Τα μοιρολόγια αντηχούσαν στα αυτιά μας σαν παράξενα λυπητερά τραγούδια που το ένα μοιρολόι ακολουθούσε το άλλο και έτσι περνούσε η νύχτα κοντά στον νεκρό. Ζούσαμε τα γεγονότα ,πόσες φορές δεν σταθήκαμε έξω από το παράθυρο να ακούσουμε τα μοιρολόγια και πόσες φορές δεν ανεβήκαμε στον γυναικωνίτη για να δούμε την τελετή ενός γάμου ή την χειροτονία ενός ιερέα;

Με τις γιαγιάδες καθόμαστε τα καλοκαιρινά βράδια στη ρούγα, αφού αυτός ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας των κατοίκων παλιά. Έξω από την σκεπαστή αυλόπορτα στα πέτρινα πεζούλια, συζητούσαν τα νέα του χωριού, εξιστορούσαν περασμένα γεγονότα του πολέμου ή μιλούσαν για «βιτόρες» και φαντάσματα. Στη ρούγα ξεχνούσαν τις δυσκολίες της ζωής και έσπαγαν τη «ρουτίνα» της καθημερινότητας.

Σοφία Γκλιάτη- Χασιώτη.

Be the first to comment on "Τα παιδικά μου χρόνια στο Μαρκόπουλο"

Leave a comment

Your email address will not be published.


*