Μόλις φθάσωμεν εις τον Σταυρόν της οδού Μεσογείων και χαιρετήσωμεν, παρά την στήλην του Νεόφυτου, τα τελευταία πετρώματα του Υμηττού, προχωρούμεν ολίγα βήματα ακόμη και στρεφόμεθα δεξιά εισερχόμενοι εις την οδό των χωρίων.
Το Αθηναϊκό όραμα εχάθη πλέον. Ούτε γραμμαί , ούτε ποίησις. Αι πεδιάδες της εργασίας, κατάφυτοι από σπαρτά, από αμπέλια και από τμηματικούς ελαιώνας, απλώνονται ενώπιον μας τώρα.
***
Αυτά όλα όμως θα τα εβλέπαμεν και από την θέσιν μας, αν δεν ήτο τοποθετημένον μεταξύ των Αθηνών και των Μεσογείων ένα παμμέγιστον παραβάν : ο Υμηττός. Αυτός χωρίζει την κοιλάδα του πνεύματος από ην πεδιάδα του οινοπνεύματος.
Αλλά δια να απολαύσωμεν την πεδιάδα αυτήν, πρέπει να περιπατήσωμεν διότι ο Ζευς, ο οποίος παραμένει ακόμη εις την κορυφήν του υμιττου, αναγκασθείς μετα την εκπτωσίν του να δεχθή μετεωρολογικήν υπηρεσίαν, δεν αποφασίζει να δώση μια κλωτσιά εις το παραβάν αυτό.
Δι’ όσους όμως ενοχλούνται να περιπατούν εις τους δρόμους, υπάρχει και καποιόν μονοπάτι. Το μονοπάτι αυτό περνά μεταξύ των υψωμάτων, τα όποια με τα πεύκα των θρηνολογούν δια την τύχην της Μονής του Αστεριού, και της λοφοσειράς , η οποία καταλήγει εις την περίφημον σκοπιάν του Κυνηγού.
Το μονοπάτι αυτό, αφού χαιρετήσωμεν από μακριά την Σπηληά του Λιονταριού, μας κατεβάζει στα τέσσερα, εις την πεδιάδα των Μεσογείων. Με αυτόν τον τρόπον και το παραβάν μένει εις την θέσιν του.
Be the first to comment on "Τα Μεσόγεια"