“Ἡ ὀνομαστικὴ ἐπέτειος καὶ τὰ γενέθλια τῆς μητέρας μου ἑορτάζοντο πάντοτε εἰς τὸ Τατόϊ……κατόπιν ἐπηκολούθη τὸ λαϊκὸν πανηγύρι τὸ ὁποῖον ὅλοι μας ἀπολαμβάναμε. Ἀπὸ κάθε γωνιὰ τοῦ κτήματος καὶ ἀπὸ τὸ χωρίον τοῦ Μενιδίου, ἀπέχον κάπου δέκα μίλια ἀπὸ τὰ θερινὰ Ἀνάκτορα, κατέφθανον οἱ ἀγαπημένοι τῆς Μητρός μου Ἀρβανῖται, συχνὰ βαδίζοντας πεζὴ ἐπὶ δύο καὶ τέσσαρας ὥρας. Ὑπὲρ τὰ εἴκοσι ἀρνία ἐψήνοντο δι’ αὐτοὺς εἰς τὰς σούβλας. Τὸ ψήσιμον διαρκοῦσε ἐπὶ δίωρον καὶ κατόπιν αὐτοσχεδιάζετο μιὰ τραπεζαρία πρὸς χρῆσιν των ἀπὸ κλαδιὰ ἐλάτου καὶ ἄλλων θάμνων ἁπλωμένα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους καὶ καλυμμένα μὲ τραπεζομάνδηλον.
Οἱ στρατιῶται τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς ἔτρωγαν χρησιμοποιοῦντες τα πιάτα, τὰ ποτήρια, τὰ μαχαίρια καὶ τὰ πηρούνια των. Ἀλλὰ οἱ πλεῖστοι τῶν χωρικῶν ἐχρησιμοποίουν τὰ δακτυλά των δια νὰ ἀπολαύσουν ἕνα καλὸ κομμάτι κρέας καὶ ἐσκούπιζαν τὰ χάρια των μὲ τὰ φύλλα ὅταν ἐτελείωναν. καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, καθήμενοι σταυροποδητεί, τρώγοντες τὸ ἀρνί των καὶ πίνοντες τὸ κρασί των, ἦσαν εὐτυχεῖς σὰν βασιλεῖς, ἢ μᾶλλον, ὅσον ἔπρεπε νὰ εἶναι οἱ βασιλεῖς. Ὁ πατέρας μου ἐπήγαινε πάντοτε κι ἔπινεν ἕνα ποτήρι κρασὶ μαζὶ των καὶ τοῖς ηὔχετο εὐτυχίαν καὶ εὐημερίαν, ἀποκαλῶντας τους πάντοτε “παιδιά μου”. Ὁ κατώτερος ὑπαξιωματικὸς ἀπήντα τότε εἰς τὴν πρόποσιν δι’ ἀντιπροπόσεως ὑπὲρ τῆς Βασιλίσσης μὲ ὀλίγα ἐγκάρδια λόγια, ἐνῶ οἱ χωρικοὶ ηὔχοντο ἐν χορῷ ἀλβανιστὶ καὶ ὁ πατήρ μου τοὺς ἀνταπήντα χαριεντιζόμενος δανιστί. Ὅλοι γελοῦσαν μὲ τὴν καρδιάν τους, ἀφοῦ οἱ Ἀρβανῖται χωρικοὶ ἔτρεφαν σχεδὸν μεταφυσικὴ λατρείαν διά τὸν Ἠγεμόναν των.
Μετὰ τὸ φαγητὸν ἤρχιζεν ὁ χορός. Ἕνας χορὸς κυκλωτικὸς εἰς τὸν ὁποῖον ἐχόρευαν ὅλοι χειροπιασμένοι σὰν ἁλυσίδα, ὅπως οἱ Ἀρβανῖται ἀρέσκονται νὰ χορεύουν, ὑπὸ τοὺς ἐξωτικοὺς ἤχους ἑνὸς εἴδους αὐλοῦ, σύριγγος, τὸν ὁποῖον ἐκάλουν εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν γλῶσσαν “πίπεζα” καὶ ἑνὸς τυμπάνου. Τὰ λόγια τῶν ἀσμάτων ἀκατανόητα. Οἱ μουσικοὶ ἦχοι νευρικοὶ καὶ διονυσιακοί. Τί φρικτὴ μουσική! Ἀλλὰ αὐτοὶ ἔπαιζαν ἕως ὅτου τὸ πρόσωπον τῶν μουσικῶν ἐμελάνιαζεν ἀπὸ τὴν ζέστην καὶ μέχρι βαθείας νυκτός. Εἶχον καὶ οἱ Ἀρβανίτισαι τὸν χορὸν κατὰ τὸν ὁποῖον αἱ γυναῖκες ἔπαιζαν προέχοντα ρόλον. Εἶχαν βάλει τὰ καλύτερα των φορέματα, μερικαὶ ἀμφιέσεις ἦτο ἀπὸ ἄσπρον λινόν, τὸ ὁποῖον ἔφθανεν μέχρι τῶν ἀστραγάλων, ἕν ὼ ἄλλα ἦσαν κοντὰ καὶ φτειαγμένα ἀπὸ βαρύ, πλουσίως κεντημένον, ὕφασμα.
Τὰ μεγάλα των ἄσπρα κοντογούνια ἦσαν πλουσίως κεντημένα καὶ συγκρατούντο εἰς τὴν μέσην μὲ ἀργυράς πόρπας. Εἰς τὰ κεφάλια των εἶχαν κίτρινα, κοκκινωπὰ ἢ λευκὰ μανδήλια διακοσμημένα μὲ χρωματιστὰ λουλούδια, ἕν ὼ αἱ μακριαί των πλεξίδαι ἐξεῖχαν κάτωθεν αὐτῶν. Ὅταν τὸ γλέντι ἄναβε καὶ ὁ ἴδρως ἔρεε ποταμηδὸν ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῶν μουσικῶν, ὁ πατέρας, ἀκολουθῶν παλαιὸν ἀρβανίτικον ἔθιμον, ἔβαζε μιὰ λίρα στὸ μέτωπον ἑνὸς ἑκάστου, καί, τοῦ ἱδρῶτος χρησιμεύοντος ὡς κόλλας, τὰ νομίσματα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔμεναν σταθερῶς εἰς τὴν θέσιν των. Συχνά, ὅταν ἀπεσυρόμεθα δια νὰ κατακλιθῶμεν, ἠκούομεν τὴν πρωτόγονον μουσικὴν νὰ σβύνη σιγά- σιγά, μακρυά, καθὼς οἱ Ἀρβανῖται πανηγυρισταί, ἀφ’ οὗ εἶχαν ἀρκετὰ χορέψει, ἐγύριζαν εἰς τὰ σπίτια των. Ἦσαν γοητευμένοι ἀπὸ τὴν φιλοξενείαν τοῦ Βασιλέως καὶ ὡμίλουν περὶ αὐτῆς ἕως ὅτου ἔλθῃ πάλιν ἡ ἑπομένη ἑορτή.”
Πρίγκηπος Νικολάου, Ἀναμνήσεις,
Be the first to comment on "Οἱ Ἀρβανῖτες στὰ Θερινὰ Ἀνάκτορα"