Ένα νοσταλγικό ταξίδι της μνήμης στην αθωότητα της ψυχής των Μεσογείων, στο χωριό του Κουβαρά όπως ήταν στα παλιά τα χρόνια, πριν τσιμεντωθεί κι αυτός με τη σειρά του όπως όλα τα Μεσόγεια.
Μορφές αθώες των μικρών μαθητριών που φορούν τις πατροπαράδοτες γρίζες και λευκά πάνινα παπουτσάκια για την αντίθεση, πρόσωπα χαρούμενα εφήβων γριζοφόρων που κατηφορίζουν για κάποια γιορτή. Πρόσωπα κουρασμένα ανθρώπων που στέκονται για μια αναμνηστική φωτογραφία μπροστά στο αρδευτικό πηγάδι στον Άγιο Γιώργη, με τον τελευταίο πριμικήρη, τον τελάλη Τασ’ Γκίκα με την χαρακτηριστική κεμίσε του, έτοιμος λες να βγει να φωνάξει στις ρούγες του χωριού “βρήκαμε νερό!”, να κάθεται μπροστά απ’ όλους.
Πανηγυριώτες που πάνε στο πανηγύρι της Υπαπαντής, και άλλους να τους περιμένουν στη βρύση της Υπαπαντής, ένα ειδυλλιακό, παραμυθένιο μέρος μέσα στο δάσος. Και παρακάτω, οι μικροί μαθητές να κουβαλούν τις πέτρες για να χτιστεί το σχολείο του χωριού για να μορφωθούν τα παιδιά.
Και οι γυναίκες, λίγο πιο πέρα, που έχουν συρρεύσει στο πανηγύρι του Άγιου Θανάση, ενώ αμέσως μετά διακρίνονται οι φιγούρες του παλαιομερολογίτη Δεσπότη στις Κρόνιζες που εξέδιδε τον Συναξαριστή μαζί με προσκυνητές που έχουν καταφθάσει στο μοναστήρι.
Τέλος η μαυροφορεμένη γιαγιά με το μισοφόρι και το μαντήλι, φιγούρα καθαρά αντιπροσωπευτική του χθεσινού Κουβαρά, με ένα βλέμμα που μοιάζει να λέει “φεύγετε κιόλας; καθίστε λίγο ακόμα” αποχαιρετά όσους επιχείρησαν αυτό το ταξίδι στη μνήμη και τη θύμηση.
Δημήτρης Μαντάλας
Leave a comment