Ο Ουμπέρτο Έκο γράφει πως αν κάτι δεν σε στοιχειώνει, τότε καλύτερα να μην ασχοληθείς μαζί του διότι σίγουρα θα αποτύχεις και στην καλύτερη των περιπτώσεων θα γίνεις μια μετριότητα. Κι από αποτυχίες, μεσοβέζικα πράγματα και μετριότητες κάθε είδους, έχουμε χορτάσει σε αυτή τη ζωή και σε αυτόν τον τόπο. Για αυτό κι όταν βλέπουμε την επιτυχία και τη συνεπαγόμενη αυτής ποιότητα, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε μπροστά της με σεβασμό και να θαυμάσουμε το επίτευγμα.
Βασική προϋπόθεση όμως της επιτυχίας είναι το μεράκι και η κοπιώδης εργασία, χαρακτηριστικά που δεν λείπουν από τον συμπατριώτη μας Βασίλη Παναγιώτου, στο Μαρκόπουλο. Άνθρωπος μορφωμένος, καλλιεργημένος και συνάμα «ψαγμένος», σαν άλλος βιβλικός ήρωας που τα έδωσε όλα προκειμένου να ανακαλύψει και να αποκτήσει τον «πολύτιμον μαργαρίτη», εγκατέλειψε κάποια στιγμή σπουδές, πτυχία και καριέρα κι αφοσιώθηκε στην πανάρχαια και πατρογονική τέχνη της αμπελουργίας και της οινοποιΐας.
Ευπροσήγορος και συνάμα σεμνός ο ίδιος, αποφεύγει τη κάμερα και τα φώτα, δεν θέλει να μιλήσει τόσο για τον εαυτό του, όσο για τους πριν από αυτόν, για τις γενιές των γονιών και των προγόνων του, που του κληροδότησαν την αγάπη για το αμπέλι, παρ’ ότι το έκαναν με τον δικό τους άγαρμπο, πολλές φορές, τρόπο. «Για μια δεκαετία και πλέον, ως φοιτητής, δεν είχα βάλλει κρασί στο στόμα μου, έτσι, από αντίδραση στον πατέρα μου που με ήθελε να μείνω στα αμπέλια του», μας αφηγείται. «Κι όμως η αμπελουργία και η οινοποιΐα ήταν κάτι που τελικά έτρεχε μέσα στο αίμα μας, αφού η οικογένεια μου ασχολείται με την τέχνη του κρασιού για πάνω από πέντε γενιές.
Κι έτσι αφού έκανα την επανάσταση μου και περιπλανήθηκα για χρόνια σε δρόμους ξένους και μέρη άγνωστα και μακρινά, τελικά συνειδητοποίησα ότι ανήκα στον τόπο που με γέννησε κι ο οποίος πάντα με καλούσε πίσω. Όπου κι αν βρέθηκα κουβαλούσα μέσα στην ψυχή μου όλα όσα κάποτε πίστεψα ότι είχα αφήσει πίσω. Λϊούμι τσσε ρόδε, ατιέ ντο ρριέδι πράπ, λέμε στα Αρβανίτικα. Το ποτάμι όπου έτρεξε, εκεί θα τρέξει πάλι. Άρα το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να επιστρέψω. Κι επέστρεψα. Σε ένα πατρικό και μια οικογένεια που μου παρείχε τις βάσεις για να ασχοληθώ με αυτό που ήθελα και με αυτό που για γενιές κάναμε, αλλά και η οποία επίσης επέμενε φανατικά στα όσα ήξερε και που δεν εννοούσε να αλλάξει «ούτε κόμμα, ούτε κεραία» από τα πατροπαράδοτα. Κι είδα έπαθα προκειμένου να τους πείσω ότι το παραδοσιακό κι αγαπημένο Σαββατιανό των Μεσογειτών, παρ’ ότι κάποια ιστορική στιγμή επικράτησε ως πιο ανθεκτική και πιο καλή ποικιλία σταφυλιού – αφού βόλευε η καλλιέργεια του και το τρύγημα του που δεν συνέπιπταν με άλλες αγροτικές εργασίες όπως το θέρος και οι ελιές – ήταν καιρός να αντικατασταθεί με κάποιες άλλες καλύτερες ποικιλίες κλημάτων. Όπως αφήσαμε πίσω το όργωμα με τις κουτσούρες, τις περμέντες με τα σταβάρια και με τα άλογα και τις ζγκλιέδες και βάλαμε τρακτέρ μέσα στα αμπέλια, έτσι είχε έρθει ο καιρός να πειραματιστούμε και με κάποιες νέες ποικιλίες».
«Μέχρι και το 1900 περίπου τα αμπέλια τα φύτευαν όπως τα σκόρδα στα περιβόλια, χωρίς σειρά, χωρίς τράβες που λέμε, διότι τα έσκαβαν με την αξίνα και αυτό που τους ενδιέφερε ήταν να βρίσκονται κοντά – κοντά τα κλήματα ώστε να μην σκάβουν άδικα το χωράφι. Τότε ήρθε ένας Γάλλος, αγόρασε ένα μεγάλο κτήμα στο Χαρβάτι και φύτεψε εκεί το πρώτο αμπέλι με τράβες, σε ίσιες ευθείες γραμμές δηλαδή, στα Μεσόγεια. Αυτός ήταν που έφερε και την εξέλιξη στην αμπελουργία, αφού με τον νέο αυτό τρόπο φυτέματος μπήκαν τα άλογα μέσα στα αμπέλια κι έτσι ένα ζευγάρι όργωνε τέσσερις φορές περισσότερο αμπέλι, απ’ ότι μπορούσε να σκάψει ένας άνθρωπος. Δηλαδή όργωνε τέσσερα και πέντε στρέμματα, αναλόγως το άλογο και τον ζευγολάτη, ημερησίως. Φυσικά και πάλι τα κλήματα ήταν φυτεμένα σε τράβες που απείχαν ένα μέτρο απόσταση η μια από την άλλη και ήταν χαμηλά κλαδεμένα. Κι αν η απόσταση στις τράβες άλλαξε στο πιο ευρύχωρο, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, για να μπαίνει και το τρακτέρ, ωστόσο τα κλήματα παρέμειναν χαμηλά κλαδεμένα μέχρι και τις ημέρες μας που αρχίσαμε να τα σηκώνουμε σε κληματαριές. Βέβαια πρέπει να πούμε πως για να σηκώσεις ψηλά το κλήμα χρειαζόσουν νερό, έπρεπε να είναι το αμπέλι ποτιστικό κι ίσως αυτό δυσκόλεψε την εξέλιξη της καλλιέργειας και τα κράτησε σε χαμηλά κούτσουρα για τόσες δεκαετίες. Σήμερα όμως έχει λυθεί αυτό το πρόβλημα με το αυτόματο πότισμα κι έτσι μπορούμε κι έχουμε όλες τις βασικές συνθήκες που μας επιτρέπουν μεγαλύτερη παραγωγή και φυσικά πιο ποιοτικό κρασί.
Μιλώντας για ποιοτικό κρασί, δοκίμασα κάποτε έξοχα κρασιά από αμπελώνες της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και σκέφτηκα πως αν αυτοί οι άνθρωποι, με την τεχνογνωσία και το μεράκι που διαθέτουν, είχαν γαίες όπως οι δικές μας, εδώ στα Μεσόγεια, και ήλιο σαν τον ήλιο της Αττικής, θα παρασκεύαζαν νέκταρ, όχι απλώς κρασί! Κι όμως εδώ, σε αυτήν την ευλογημένη γη των Μεσογείων που το κλήμα πιάνει μόνο του και η ελιά φυτρώνει ακόμα και στον βράχο επάνω, εμείς σπέρνουμε τσιμέντα, ενώ μέσα στα αμπέλια μας φύτρωσαν οι πολυκατοικίες σαν δάσος από τσουκνίδες….» λέει ο Βασίλης, ο άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στην καλλιέργεια αυτής της γης που αγάπησε.
«Τι να φωτογραφήσεις από τις κάβες και το οινοποιείο, στα αμπέλια θα πάμε, εκεί που ξεκινάει το μυστήριο του κρασιού», μας λέει με σεμνότητα. Κι όμως, κατεβαίνοντας στις δαιδαλώδεις υπόγειες κάβες του, σχεδόν χανόμαστε. Το οινοποιΐο, το σπίτι και η αυλή ενώνονται με ένα τεράστιο υπόγειο σύστημα διαδρόμων και στοών, το «πουρλάκι», όπως το αποκαλεί ο Βασίλης, χωρισμένο σε πάμπολλους διαδρόμους και γαλαρίες, κτισμένες θολωτά εσωτερικά με τούβλο μπατικό, στους τοίχους των οποίων βρίσκονται αποθηκευμένα μπουκάλια με εμφιαλωμένο κρασί, με ετικέτες που δηλώνουν χρονιές και ποικιλίες. Σε κάθε γαλαρία υπάρχει κι ένα μικρό μουσείο: τραπεζαρίες και ντουλάπες σκαλιστές, σούστες του λαδιού φτιαγμένες στο εργαστήριο του Λαδά, τακίμια από χάμουρα, τραβηχτά με τις αλυσίδες τους, μυλόπετρες, κουτσούρες, παραμέντες, σταβάρια, ντουγένια, μουτάφια, στροβιλιές σιδερένιες και ξύλινες ακόμα, χάρπες, φουρνόξυλα, ανέμες, μπαλάντζες και πλάστιγγες που ζυγίζουν με βαρίδια που μετράνε οκάδες και δράμια, κάδοι για κατασκευή βουτύρου, αργαλειοί, αδράχτια, πινακωτές, ψυγεία του πάγου και ρόκες με σφοντύλια κι αδράχτια, χαλκώματα αμέτρητα, νοικοκυριά ολόκληρα, ένας ολόκληρος κόσμος φυλαγμένος καλά, θα έλεγε κανείς, από τα βέβηλα μάτια των πολλών, εκείνων που πέταξαν τόσο άστοργα το χθες ακολουθώντας τη χίμαιρα του εκμοντερνισμού και της δυτικοποίησης και που δεν ήθελαν πλέον να θυμούνται ούτε τις ρίζες, ούτε τους γονείς τους ακόμα.
Στέκουμε άφωνοι μπροστά σε αυτό το εξαιρετικό κι ίσως μοναδικό μουσείο που δημιούργησε η αγάπη και το μεράκι ενός μόνον ανθρώπου, ο οποίος ιδίοις εξόδοις αποφάσισε να περισώσει και να διασώσει το χτες όλων μας, να στεγάσει μια πολύτιμη κληρονομιά και μνήμες γενεών ολόκληρων που χωρίς καμμία σκέψη πετάχτηκαν στα σκουπίδια στο όνομα μιας ουτοπικής παγκοσμιοποίησης και μιας εφήμερης όσο και επίπλαστης ευζωίας, που έφυγε τόσο γρήγορα όπως ήρθε, σαν όνειρο και χίμαιρα. Ένας ολόκληρος πολιτισμός σκαλισμένος με τέχνη και αγάπη επάνω στο ξύλο και στην πέτρα, στο μάρμαρο και στο ατσάλι, προορισμένος για την αιωνιότητα, που ανταλλάχθηκε με έναν πολιτισμό από νάυλον και πλαστικό, εφήμερο και ενίοτε βρώμικο, που δεν αγάπησε τη γη αλλά την εκμεταλλεύτηκε αλύπητα, που δεν ήρθε ως καλλιεργητής και ιδιοκτήτης αλλά ως εισβολέας και άρπαγας, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Όλη αυτή η αγιότητα της συλλογικής μας μνήμης, σώζεται ευλαβικά στο ιδιωτικό μουσείο του Βασίλη Παναγιώτου, έναν τόπο που αξίζει να βρεθεί κανείς για να δει και να θαυμάσει. Κάθε Σάββατο ο Βασίλης ανοίγει το σπίτι και το οινοποιείο του για φίλους, για γνωστούς, για όλον τον κόσμο! Δεν χρειάζεται να πάτε για να αγοράσετε κρασί – εξάλλου κι ο ίδιος πουλά μόνο σε επιλεγμένα καταστήματα αφού «το κρασί είναι ζωντανό πράγμα», όπως μας λέει – επιβάλλεται όμως να πάτε σαν ένα προσκύνημα στη ζωντανή παράδοση του τόπου μας. Σε ό,τι επιβίωσε από το χθες, εμψύχωσε το σήμερα και κυοφορεί το αύριο των απογόνων μας. Πιστός θεματοφύλακας αυτής της ιερής παράδοσης, ο δικός μας Βασίλης Παναγιώτου, ο συμπατριώτης μας που στο πρόσωπο του ενσαρκώνεται η αγιότητα της φάρας μας, των Αρβανιτών των Μεσογείων.
Κωνσταντίνος Τσοπάνης
Από το περιοδικό «Κεραταία Πόλις»
Be the first to comment on "Επίσκεψη στο Λαογραφικό και Οινοποιητικό Μουσείο του Βασίλη Παναγιώτου"