Εκείνα τα χρόνια γενέθλια δεν γνωρίζαμε, είχαμε ακουστά πως άλλοι Ευρωπαϊκοί λαοί αυτά γιόρταζαν. Είχαμε μόνο τις ονομαστικές γιορτές και ειδικά την ονομαστική γιορτή του άρχοντα του Μεσογείτικου σπιτιού, του πατέρα κι ο εορτασμός τούτος ήταν πάντα μεγάλη μέρα για όλη την οικογένεια.Από μέρες ξεκινούσε η Μεσογείτισσα νοικοκυρά τις προετοιμασίες με πρόγραμμα.
Είχε να ετοιμάσει ολόκληρο σπίτι και την αυλή. Να το καθαρίσει, από την μεγάλη σιδερένια καγκελωτή εξώπορτα μέχρι τα κεραμίδια, κυριολεκτικά. Να ασπρίσει αυλές, να γυαλίσει ακόμα και τα πατζούρια των πανύψηλων παραθύρων, να βάψει με κατακόκκινη μπογιά τις γλάστρες με τις φτέρες, τα σαλόνια και τα πολύχρωμα γεράνια. Να πλύνει τζάμια και μεσόπορτες να καθαρίσει πολύφωτα και λάμπες. Να κατεβάσει, να πλύνει τις κουρτίνες και τα κουρτινάκια, να σιδερώσει και να τα ξανακρεμάσει. Να τρίψει για να γυαλίσουν τα μπακίρια που θα στόλιζαν το επάνω ράφι των ντουλαπιών της κουζίνας. Κι όλα αυτά, παράλληλα με τις καθημερινές της δουλειές και τα μαγειρέματα. Εν τω μεταξύ πηγαινοερχόταν και στη μοδίστρα, να προβάρει το καινούργιο φόρεμα που της έραβε και θα φορούσε για να «δεχτεί». Κι ύστερα έφτιαχνε το σπιτικό γλυκό (συνήθως καλοσιροπιασμένες τραγανές φλογέρες) κι τα σοκολατάκια -κάτι σαν μαργαρίτες- (ήταν τότε στη μόδα ) όσο για ποτό, χύμα κουαντρώ από τον Θ Νικολάου στην πλατεία του Μαρκόπουλου .Με ντύνανε σαν μικρή κυρία με ρούχα άβολα και έπρεπε να δέχομαι φιλιά από χοντρές θείες της οικογένειας. Το μόνο καλό με τις γιορτές ήταν τα γλυκά. Έκλεβα από εδώ και από κει και τα δάχτυλά μου κόλλαγαν από τα σιρόπια και τα μέλια. Αυτά γινόντουσαν από το 1950 και έπειτα.
Από διηγήσεις των παππούδων κατέγραψα πως γιόρταζαν τον νοικοκύρη του σπιτιού μετά το 1925. Τότε δεν υπήρχε εισαγόμενος καθωσπρεπισμός, όλα γίνονταν σύμφωνα με την διάθεση και την οικονομική κατάσταση του οικοδεσπότη. Στηνόταν τραπέζι τρικούβερτο με καλεσμένους συγγενείς κουμπάρους και εμπόρους από την Αθήνα που έπαιρναν τη σοδιά (οι οποίοι συνήθως ερχόντουσαν με άδεια χέρια), να καλοπεράσουν στο σπίτι του Μεσογείτη. Τα φαγητά εκλεκτά και το κρασί έρεε άφθονο από το γιοματάρι. Αργά το βράδυ έδινε διαταγή ο άρχοντας του σπιτιού στην πρόθυμη και υπάκουη γυναίκα του( τι άλλο μπορούσε να κάνει η δόλια).
– Βρέ γυναίκα δεν πας να σφάξεις και την λαθουράτη κότα να κάνουμε μια σούπα; Ακούγονταν σπαρακτικές κραυγές της κότας και σε λίγη ώρα σερβιριζόταν στην πιατέλα αχνιστή πεντανόστιμη σπιτική κότα. Η παρέα σιγοτραγουδούσε τραγούδια της «τάβλας» (συνήθως λυπητερά με επιρροή από τα μικρασιάτικα τραγούδια) αφού έτσι βασανισμένη, δύσκολη και λιτή ήταν και η ζωή του αγρότη Μεσογείτη. Από αφηγήσεις ένα από αυτά ήταν το ρεμπέτικο. «Κουβέντα με τον χάρο», που κάποιος μερακλής από την παρέα ξεκινούσε, για να το σιγοτραγουδούν και οι υπόλοιποι.
«Δυο τρεις μπεκρήδες βρήκανε το χάρο σ’ ένα δρόμο και τον ρωτούσαν πώς περνούν στον άλλονε τον κόσμο. –Πες μας βρε χάρε να χαρείς το μαύρο σου σκοτάδι , έχει ρετσίνα και το πίνουν οι βλάμηδες στον Αδη;»
Εάν υπήρχε οικονομική άνεση καλείτο και τοπικός οργανοπαίχτης για να στηθεί το γλέντι. Έτσι ξεφάντωναν μια φορά το χρόνο, όσο για γυναικείες γιορτές αυτές ήταν στενή οικογενειακή υπόθεση ..
Σοφία Γκλιάτη – Χασιώτη
Be the first to comment on "Η ονομαστική γιορτή του Μεσογείτη μετά το 1950"