Εύη Πίνη: Η αφήγηση και το παραμύθι είναι ένα πολύ σημαντικό εκπαιδευτικό εργαλείο

Συνέντευξη στη Μαίρη Γκαζιάνη

Η Εύη Πίνη είναι αρχαιολόγος και εργάζεται στο Υπουργείο Πολιτισμού. Από μικρή της άρεσαν πολύ τα παραμύθια. Να τα ακούει, να τα διαβάζει, να τα αφηγείται. Της άρεσαν επίσης και τα μουσεία. Να τριγυρνά στις σιωπηλές αίθουσες, να παρατηρεί τα εκθέματα, να φαντάζεται, τη ζωή τους και να προσπαθεί να αφουγκραστεί τις ιστορίες τους. Επειδή της άρεσαν τα μουσεία, όταν μεγάλωσε έγινε αρχαιολόγος. Επειδή της άρεσαν τα παραμύθια, αφού έγινε αρχαιολόγος, άρχισε να δίνει φωνή στα άψυχα μουσειακά εκθέματα και να γράφει τις ιστορίες τους. Κάποιες από αυτές τις αφηγείται η ίδια στα μουσεία όπου εργάζεται, όταν έρχονται επίσκεψη οι μαθητές των σχολείων. Κάποιες άλλες έγιναν βιβλία να τις διαβάζουν τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι.

Το Υπουργείο Πολιτισμού έχει εκδώσει πολλά από τα βιβλία της, ενώ κάποια άλλα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, Ερευνητές, Κέδρος.

ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Κυρία Πίνη είστε αρχαιολόγος και παράλληλα ασχολείστε με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων. Τι σας ώθησε προς τη μια κατεύθυνση και τι προς την άλλη;

ΕΥΗ ΠΙΝΗ: Μπορεί να φαίνεται ότι βαδίζω παράλληλα σε δύο δρόμους, αλλά για εμένα είναι ένας και ξεκινά από παιδικά βιώματα. Από πολύ μικρή αγαπούσα την μυθολογία. Θυμάμαι ότι το αγαπημένο μου βιβλίο, την εποχή που άρχισα να διαβάζω μόνη μου, είχε θέμα τον Τρωικό πόλεμο και το είχα λιώσει από το διάβασμα! Μάλιστα πρέπει να πω ότι συνήθιζα να διασκευάζω κάποια από τα επεισόδια, που δεν μου άρεσε το τέλος τους. Για παράδειγμα δεν ήθελα να σκοτώνει ο Έκτορας τον Πάτροκλο, ούτε ο Αχιλλέας την αμαζόνα Πενθεσίλεια. Και έτσι έφτιαχνα τις δικές μου ιστορίες! Όπως καταλαβαίνετε είχα από πολύ μικρή καλπάζουσα φαντασία και μια τάση προς την αφήγηση…

Λίγο αργότερα, στην Γ΄ Δημοτικού, ήρθε να προστεθεί και η Ιστορία στις αγάπες μου, πάλι χάρη σε ένα παιδικό εικονογραφημένο βιβλίο: «Η Αρχαιότητα σε ιστορίες για τα παιδιά», αυτός ήταν ο τίτλος του, και το έχω ακόμα! Ήταν ένα βιβλίο γνώσεων, όπως τα αποκαλούμε σήμερα, από τα λίγα που κυκλοφορούσαν την μακρινή αυτή εποχή.

Για να πούμε την αλήθεια, όταν ήμουν εγώ παιδί, δεν υπήρχαν πολλά τέτοια βιβλία. Τα περισσότερα βιβλία μας ήταν συλλογές κλασικών παραμυθιών, μυθολογία και φυσικά τα μυθιστορήματα της Πηνελόπης Δέλτα. Βιβλία γνώσεων και κυρίως με θέματα ιστορικά, ήταν ελάχιστα… Μερικές φορές σκέφτομαι πώς άρχισα να γράφω για να γράψω τα βιβλία που θα ήθελα να είχα εγώ σαν παιδί!

Και έπειτα «μπήκε» η αρχαιολογία στην ζωή μου… Η περιοχή όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, τα Μεσόγεια, είναι μια περιοχή γεμάτη αρχαία. Από τους παππούδες ακούγαμε διαρκώς για αρχαία που βρέθηκαν στα χωράφια και βέβαια για την μεγάλη ανασκαφή καταμεσής του κάμπου της Βραυρώνας που αποκάλυψε το Ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδας. Κυκλοφορούσαν πολλές ιστορίες, για τις ανασκαφές, τα ευρήματα και γι αυτούς τους παράξενους ανθρώπους, τους αρχαιολόγους και εμείς τα παιδιά τις ακούγαμε σαν παραμύθι.

Έτσι λοιπόν από μικρή είχα μια ιδιαίτερη αγάπη για τα μουσεία και τα αρχαία. Βέβαια άλλο είναι να βλέπεις το αρχαίο μέσα σε μια βιτρίνα ή μια αίθουσα του μουσείου και άλλο να το βλέπεις στο χώμα! Είναι πραγματικά μια συγκλονιστική εμπειρία. Ήμουν στην Στ Δημοτικού, όταν είχα την τύχη να βρεθώ σε μια ανασκαφή, τη στιγμή που έβγαζαν από το χώμα ένα υπέροχο άγαλμα αρχαϊκής κόρης. Καθώς κοιτούσα τη λεπτή κοριτσίστικη μορφή δεμένη με σχοινί να σηκώνεται αργά αργά από το χώμα και να αιωρείται για μια στιγμή πάνω από το ανοιχτό σκάμμα, μαγεύτηκα! Ενθουσιάστηκα! Και όταν αργότερα άρχισα να σκέφτομαι το μέλλον μου, η ανάμνηση αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Θα σπούδαζα Αρχαιολογία! Ακόμα και αν δεν υπήρχε περίπτωση να εργαστώ ως αρχαιολόγος (όλοι μου έλεγαν ότι ήταν θα ήταν δύσκολο να βρω δουλειά) εγώ το είχα αποφασίσει. «Θα πάρω το πτυχίο και βλέπουμε»…

Μ.Γ.: Πως συνδέονται αυτά τα δυο μεταξύ τους;

Ε.Π.: Δεν είναι ασυνήθιστο να γράφουν βιβλία οι αρχαιολόγοι, το αντίθετο μάλιστα. Βέβαια τα περισσότερα βιβλία απευθύνονται σε ένα ειδικό, επιστημονικό κοινό, αλλά υπάρχουν και αρκετά, όπως είναι οι οδηγοί μουσείων που απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Εγώ από την αρχή προσανατολίστηκα προς το νεανικό κοινό και άρχισα να γράφω αρχαιολογικούς οδηγούς και αρχαιογνωστικά βιβλία για παιδιά. Η αρχή έγινε με το Πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ, ένα πραγματικά εμπνευσμένο πρόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και ονομάστηκε έτσι για να τιμήσει την Μελίνα Μερκούρη. Στόχος του προγράμματος ήταν να φέρει την Τέχνη, την Μουσική τον Χορό, το Θέατρο, αλλά και την Αρχαιολογία μέσα στα σχολεία. Τότε λοιπόν έγραψα τα πρώτα μου βιβλία για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό και το Θέατρο στην αρχαία Ελλάδα και παράλληλα σχεδίασα εκπαιδευτικά παιχνίδια (επιτραπέζια) και διάφορες δραστηριότητες που συμπεριελήφθησαν στους εκπαιδευτικούς φακέλους του ΜΕΛΙΝΑ. Από τη στιγμή αυτή και μετά άρχισα να ασχολούμαι συστηματικά με τα παιδικά αρχαιογνωστικά βιβλία, τόσο μέσα από την δουλειά μου όσο και σε συνεργασία με εκδοτικούς οίκους. Το Υπουργείο Πολιτισμού έχει εκδώσει πολλά δικά μου βιβλία, τα οποία διατίθενται δωρεάν, βασικά σε σχολεία, αλλά μπορεί και όποιος ενδιαφέρεται να τα δει διαδικτυακά, να τα διαβάσει και να τα τυπώσει, μέσα από τον Κόμβο «Ακολούθησε τον Οδυσσέα», followodysseus.culture.gr

Παράλληλα, όπως προανέφερα, άρχισε η συνεργασία με εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι ειδικεύονταν στα βιβλία γνώσεων και είχα την τύχη να συνεργαστώ με τους Ερευνητές, τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, πρόσφατα με τον Κέδρο και, από τα τέλη του 2018, με τον Πατάκη.

Εκτός όμως από τα βιβλία γνώσεων, άρχισα να ασχολούμαι και με ένα άλλο αγαπημένο μου είδος, το ιστορικό μυθιστόρημα και το αρχαιολογικό παραμύθι. Ο όρος «αρχαιολογικό παραμύθι» δεν υπάρχει, τον δημιουργήσαμε κάποιοι συγγραφείς θέλοντας να περιγράψουμε αυτό το είδος των κειμένων που συνδυάζουν μυθοπλασία και αρχαιολογία, όπως είναι το βιβλίο για τον Λέοντα των Κυθήρων.

Το πρώτο μου αρχαιολογικό παραμύθι με τίτλο «Ο Χυτρίων στην Αγορά των Αθηνών» γράφτηκε εν μια νυκτί (κυριολεκτικά) γιατί την επομένη περίμενα στην Αρχαία Αγορά μια ομάδα νηπίων να τους μιλήσω για την διατροφή στην αρχαιότητα, το μαγείρεμα του φαγητού, τα κουζινικά και τα σερβίτσια των αρχαίων Αθηναίων. Για να κάνω πιο ζωντανή την παρουσίαση επινόησα έναν ήρωα, τον μάγειρα Χυτρίωνα (το όνομα φτιαχτό, από την λέξη χύτρα) και μια αστεία ιστορία μεταξύ του μάγειρα και του βοηθού του, που ονομαζόταν Λάβραξ, (από το γνωστό ψάρι!) Τα νήπια διασκέδασαν πολύ με την ιστορία, την οποία μάλιστα την διασκευάσαμε επιτόπου σε θεατρικό και την παίξαμε μπροστά στα ερείπια του –υπαρκτού- μαγειρείου της Αρχαίας Αγοράς. Έκτοτε η ιστορία αυτή ακούστηκε και παίχτηκε πάρα πολλές φορές στην Αρχαία Αγορά στο πλαίσιο ενός εκπαιδευτικού προγράμματος, ενώ το σύντομο αυτό αφήγημα, εικονογραφήθηκε, έγινε βιβλίο και εκδόθηκε από το ΥΠΠΟ.

Στο μεταξύ ο Χυτρίων, ο πρώτος μου παραμυθιακός ήρωας, άρχισε να τριγυρίζει επίμονα στην σκέψη μου, ώσπου ξαναμπήκε στο χαρτί, ως ήρωας ιστορικού μυθιστορήματος πλέον, με τίτλο «Το μυστικό του δούλου» που εκδόθηκε από τους Ερευνητές και πρόκειται να επανεκδοθεί από τον Πατάκη. Κάπως έτσι λοιπόν άρχισαν όλα…

Μ.Γ.: Τα βιβλία σας είναι πάντα εμπνευσμένα από τα μουσειακά εκθέματα;

Ε.Π.: Όχι πάντα. Έχω γράψει και έχω αφηγηθεί ιστορίες εντελώς παραμυθένιες, που έχουν πρωταγωνιστές κλασικούς παραμυθιακούς ήρωες, όπως μάγισσες, ξωτικά, δράκους, ή ζώα, γατούλες, λύκους κουκουβάγιες…. Κυρίως όμως η έμπνευσή μου προέρχεται από την αρχαιότητα, από την Ιστορία και την μυθολογία και βέβαια από τα μουσεία.

Το μουσείο είναι ένας χώρος που με εμπνέει γενικότερα. Πάντα μου άρεσε να «βλέπω» τα αρχαία κάπως διαφορετικά. Εκεί που οι άλλοι συνάδελφοί μου, μέσα σε ένα μουσείο ή σε ένα σκάμμα ανασκαφής, βλέπουν ένα αρχαίο αντικείμενο, χρηστικό ή έργο τέχνης δεν έχει σημασία, εγώ «βλέπω» τον άνθρωπο. Αυτόν που το έφτιαξε, αυτόν που το χρησιμοποίησε, αυτόν που σε κάποιες περιπτώσεις το πήρε μαζί του στο τελευταίο του ταξίδι. Πάνω στα αντικείμενα βλέπω τα ίχνη των χεριών που το άγγιξαν και αυτή η οπτική είναι που γεννά τις ιστορίες…

Μ.Γ.: Κάποιες από τις ιστορίες που γράφετε τις αφηγείστε στα παιδιά που επισκέπτονται το μουσείο όπου εργάζεστε. Ποια είναι η αντίδρασή τους;

Ε.Π.: Η αφήγηση και το παραμύθι είναι ένα πολύ σημαντικό εκπαιδευτικό εργαλείο για την μουσειακή εκπαίδευση, ιδιαίτερα όταν απευθυνόμαστε σε μικρά παιδιά. Μέσα από την αφήγηση κεντρίζουμε το ενδιαφέρον αλλά και την φαντασία των παιδιών και τους περνάμε πληροφορίες και γνώσεις με τρόπο πολύ ευχάριστο. Εκεί που παρατηρούν ένα αγγείο μέσα σε μια βιτρίνα ή ένα άγαλμα, όπως ο Λέων των Κυθήρων πάνω στο βάθρο του, ξαφνικά μέσα από την αφήγηση το βλέπουν να ζωντανεύει. Γελάνε, συγκινούνται, ταυτίζονται μερικές φορές με τους πρωταγωνιστές. Συχνά ενδιαφέρονται να μάθουν για τους ανθρώπους – πρωταγωνιστές των ιστοριών, όταν αυτοί είναι πραγματικοί και όχι φανταστικοί, όπως είναι για παράδειγμα ο συντηρητής του Λέοντα, ή ένας άλλος συνάδελφος συντηρητής «ο κύριος Γιάννης με τα μπλε γάντια», τον οποίο, μόλις τελειώνει η αφήγηση τον βλέπουν μπροστά τους, με σάρκα και οστά, να δουλεύει στο εργαστήριό του και τον αναγνωρίζουν μέσα σε μεγάλο ενθουσιασμό.

Το μυαλό των παιδιών ακολουθώντας την ροή της ιστορίας πλάθει εικόνες, τις οποίες μετά αποτυπώνουν και τα ίδια πάνω στο χαρτί, πολύ συχνά μάλιστα προσθέτοντας δικές τους λεπτομέρειες και εκδοχές που μας συγκινούν και συχνά μας αφήνουν έκπληκτους.

Μ.Γ.: Η αφήγηση στον χώρο του Μουσείου τι παραπάνω προσφέρει στα παιδιά;

Ε.Π.: Θεωρώ ότι η αφήγηση μπορεί να λειτουργήσει σαν τον μίτο της Αριάδνης, για να μην χαθούν οι μικροί μας επισκέπτες μέσα στον «λαβύρινθο» του Μουσείου. Με άλλα λόγια τους προσφέρει ένα τρόπο να προσεγγίσουν και να κατανοήσουν τον δύσκολο και μερικές φορές δυσπρόσιτο κόσμο του Μουσείου. Ειδικά για τα παιδιά που μπαίνουν για πρώτη φορά σε ένα μουσείο είναι πολύ σημαντικό, βγαίνοντας από εκεί, να έχουν αισθανθεί οικεία, ευχάριστα, χαλαρά. Να έχουν αποκομίσει μόνο θετικά συναισθήματα, να έχουν περάσει καλά. Και, ξέρετε, αυτή η ανάμνηση μπορεί να τους δημιουργήσει μια θετική προδιάθεση για επόμενες επισκέψεις, σε μεγαλύτερες ηλικίες.

Μ.Γ.: Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σας «Ο Λέων των Κυθήρων». Γιατί επιλέξατε αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο;

Ε.Π.: Δεν ήταν αυτή η πρώτη μου επιλογή, ούτε είχα σκεφτεί να μετατρέψω τον Λέοντα σε ήρωα παραμυθιού. Όταν όμως άρχισα να μελετώ το συγκεκριμένο άγαλμα και καθώς προσπαθούσα μέσα από τα αρχεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αλλά και μέσα από προφορικές μαρτυρίες να ανασυνθέσω το puzzle της ιστορίας του, διαπίστωσα ότι όλα αυτά που είχα συγκεντρώσει ήταν πολύ… μυθιστορηματικά! Έτσι γεννήθηκε η αρχική ιδέα να γράψω ένα αφήγημα. Η έμπνευση να είναι σε πρώτο πρόσωπο η αφήγηση ήρθε ενώ συζητούσαμε «στο πόδι» με τον συνάδελφο Γιάννη Σαμαντά, τον συντηρητή του Λέοντα. Κάποια στιγμή, ενώ τον άκουγα να μου αφηγείται πώς μετέφεραν τον Λέοντα στα Κύθηρα με το πλοίο της γραμμής σκέφτηκα «αν είχε στόμα αυτό το άγαλμα, πόσα θα μπορούσε να μας πει για τις περιπέτειές του…» Του το είπα και γελάσαμε, αλλά μετά το ξανασκέφτηκα. Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να μας αφηγηθεί καλύτερα και πιο ζωντανά αυτή την ιστορία; Φυσικά ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της και μάλιστα σε πρώτο πρόσωπο.

Μ.Γ.: Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, μέσα από τα βιβλία σας, διδάσκετε αρχαιολογία για μικρά παιδιά;

Ε.Π.: Δεν είναι αυτός ο στόχος μου, να διδάξω αρχαιολογία, αλλά να εξηγήσω στους αναγνώστες, γιατί είναι σημαντικό το παρελθόν, γιατί είναι σημαντικό να ανασκάπτουμε, να συντηρούμε, να αναδεικνύουμε και να προστατεύουμε την πολιτιστική κληρονομιά. Το θέμα αυτό πολύ συχνά θα το βρουν μπροστά τους. Γιατί οι πόλεις μας έχουν χτιστεί πάνω σε αρχαίες πόλεις, γιατί τα χωράφια και οι αγροί μας μπορεί να βρίσκονται εκεί όπου άλλοτε περνούσε ένας αρχαίος δρόμος ή ήταν ένα αρχαίο νεκροταφείο… Και θα πρέπει να καταλάβουν οι αυριανοί πολίτες ότι το παρελθόν και η Αρχαιολογία που το υπηρετεί και το προστατεύει, δεν είναι ανταγωνιστικά απέναντι στο παρόν. Μπορούν να συνυπάρξουν και το ένα να «υπηρετήσει» το άλλο…

Μ.Γ.: Πόσο απαραίτητα είναι τα βιβλία στην παιδική ηλικία;

Ε.Π.: Τα βιβλία είναι συνυφασμένα με την παιδική ηλικία. Πριν ακόμα πάνε σχολείο τα παιδιά θα έχουν ήδη πιάσει στα χέρια τους βιβλία και αυτή θα είναι η πρώτη τους επαφή με τον γραπτό λόγο και μακάρι σε αυτή την φάση να αγαπήσουν το βιβλίο, γιατί είναι κάτι που μπορεί να τους συντροφέψει σε ολόκληρη τη ζωή τους σαν ένας πιστός φίλος.

Το βιβλίο, όπως και το παιχνίδι, συντελεί στην ανάπτυξη του παιδιού, στην συναισθηματική του ωρίμανση, στην όξυνση της φαντασίας. Ένα καλό βιβλίο, ανάλογα το περιεχόμενό του εκπαιδεύει, διασκεδάζει, ενεργοποιεί την φαντασία, μορφώνει και διαμορφώνει απόψεις. Και τελικά μπορεί να βοηθήσει το παιδί να κατανοήσει την θέση του στον κόσμο.

Μ.Γ.: Σε ποιες ηλικίες απευθύνονται κυρίως τα βιβλία σας;

Ε.Π.: Μπορώ να πω ότι απευθύνονται σε διάφορες ηλικίες. Υπάρχουν βιβλία που έγραψα για μικρές ηλικίες, όπως η σειρά «Διαβάζω μυθολογία» των εκδόσεων Παπαδόπουλος, που απευθύνεται σε παιδιά που μόλις άρχισαν να διαβάζουν, ενώ τα ιστορικά μυθιστορήματα απευθύνονται σε μεγαλύτερα παιδιά, 10 – 12 ετών, αλλά όπως έχω διαπιστώσει τα διαβάζουν και ενήλικες. Όσο δε αφορά τα βιβλία γνώσεων, αυτά λόγω θέματος απευθύνονται σε παιδιά Γ’ και Δ’ Δημοτικού. Γενικά όπως μπορώ να πω ότι γράφω για παιδιά που τους αρέσει το διάβασμα!

Μ.Γ.: Ποια είναι η γνώμη σας για το ελληνικό παιδικό βιβλίο;

Ε.Π.: Ειλικρινά ζηλεύω! Το παιδί που ήμουν κάποτε ζηλεύει τα τωρινά παιδιά που έχουν τόσο ωραία βιβλία, ελληνικά και μεταφρασμένα. Παραμύθια και μυθολογία, με εξαιρετική εικονογράφηση, μυθιστορήματα, βιβλία γνώσεων και αρκετά βιβλία που εστιάζουν σε θέματα που απασχολούν σήμερα τα παιδιά, αλλά και κλασική παιδική λογοτεχνία σε νέες πολύ προσεγμένες εκδόσεις. Οι γονείς μπορούν να διαλέξουν ανάμεσα σε πολύ καλά βιβλία και αντίστοιχα οι εκπαιδευτικοί έχουν την δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσουν μέσα στην τάξη παράλληλα με το σχολικό βιβλίο, ενισχύοντας την φιλαναγνωσία.

Θα μου πείτε, είναι το σύνολο της σημερινής βιβλιοπαραγωγής τόσο καλό; Όχι. Όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, Αλλά η γενική εικόνα είναι πολύ ενθαρρυντική.

ΠΗΓΗ: now24.gr

1 Comment on "Εύη Πίνη: Η αφήγηση και το παραμύθι είναι ένα πολύ σημαντικό εκπαιδευτικό εργαλείο"

  1. ΣΟΦΙΑ ΓΚΛΙΑΤΗ - ΧΑΣΙΩΤΗ | 4 Ιανουαρίου 2019 at 13:58 | Απάντηση

    Συγχαρητήρια στη Μεσογείτισσα Αρχαιολόγο Εύη Πίνη, για το συγγραφικό της έργο και την ευαισθησία με την οποία το προσεγγίζει τα θέματα, ώστε να έχουν απήχηση στις παιδικές ψυχές, γιά να αγαπήσουν αυτόν τον τόπο και την πανάρχαιη ιστορία του.

Leave a comment

Your email address will not be published.


*