Δημήτριος Κολιαδήμας κατὰ κόσμον, Τάκης Πούφης γιὰ τὸ χωριό του τὴν Κερατιὰ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ Μεσόγεια, γέννημα καὶ θρέμμα αὐτοῦ τοῦ τόπου τραγούδησε τίς χαρές, τίς λῦπες, τοὺς ἀγῶνες καὶ τίς ἀγωνίες τοῦ Ἀρβανίτικου λαοῦ. Κι ἡ φωνή του ἔκλεινε μέσα στὰ χρώματα της ὅλες τίς ἀνατολὲς ποὺ ρόδισαν τὰ Μεσογείτικα ἀκρογιάλια κι ὅλα τὰ πορφυρά χρώματα τῶν χιλιάδων δειλινῶν ποὺ φλόγισαν τίς βουνοκορφὲς τοῦ Ὑμηττοῦ κι ἔκαναν τὰ κυπαρίσσια του νὰ μοιάζουν στὸ ἡλιοβασίλεμα σὰν λαμπάδες ἀναμένες στὴ δόξα τοῦ Ὑπερούσιου.
Κι ὅπως ὅλοι οἱ ταλαντοῦχοι ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ κάμπου, εἶχε κακὴ μοῖρα. Πρῶτα ἀρρώστησε ἡ σύζυγός του, ἡ κυρὰ Ἕλλη, ποὺ τὴ λάτρευε καὶ τὴν ἀποκαλοῦσε χαϊδευτικὰ “πιτσουνάκι μου”. Καθὼς τὸ ζευγάρι δὲν εἶχε ἀποκτήσει τέκνα κι εἶχαν μόνον ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὁ Τάκης κύλησε στὸν κατήφορο τοῦ ἀλκοὸλ μὲ χειρότερο ἀποτέλεσμα νὰ τραυματιστεῖ στὸ χέρι ἀπὸ ἔκρηξη τοῦ ὅπλου καὶ νὰ χάσει κάποια δάχτυλα. Κιθάρα δὲν θὰ ξανάπιανε. Τοῦ ἔμενε το τραγούδι. Ἀλλὰ ἔχασε τὴν κυρὰ Ἕλλη ποὺ τὴ βρῆκαν νεκρὴ στὸ κρεββάτι της. Ἔμοιαζε σὰ νὰ κοιμᾷται, σὰ νὰ μὴν ἤθελε νὰ τὸν τρομάξει μὲ τὴ φυγή της.
Ἡ φυγή της τὸν βούλιαξε στὴν ἀπελπισία, δὲν ξανατραγούδησε παρὰ μόνον μιὰ φορά. Ἦταν τότε ποὺ ὁ Ἀρβανίτικος Σύνδεσμος Ἀθηνῶν διοργάνωσε μιὰ γιορτὴ στὴν πλατεῖα Βασιλέως Γεωργίου Β΄, τὴν κεντρικὴ πλατεῖα τοῦ χωριοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ “ξαναθυμήσει τὴ γλῶσσα καί τὰ τραγούδια” – ὅπως εἶπαν – σὲ ἕναν λαὸ ποὺ ὅμως εἶχε ἀπαρνηθεῖ ἐνσυνείδητα τὴν ἱστορία του κι εἶχε ἀρχίσει νὰ ντρέπεται γιὰ τὸ παρελθόν του. Καὶ τότε ἡ χαρισματικὴ φωνὴ τοῦ Κολιαδήμα, τοῦ Τάκη Πούφη ἔκανε καὶ πάλι τὸ θαῦμα της. Ἀνέβηκε στὸ πάλκο κι ἄρχισε, μὲ ἕναν βαρὺ δωρικὸ ρυθμὸ ποὺ ἔκανε καὶ τίς μαρμαροκολῶνες τῆς ἐκκλησίας νὰ τρίζουν, νὰ ἑρμηνεύει τὸ “Ρὰ καμπάνα”, τὸ τραγούδι ποὺ κυλοῦσε μέσα στὸ αἷμα τῶν Ἀρβανιτῶν. Ὄχι πετσοκομμένα, ὅπως τὸ εἶχαν βγάλει στὰ δισκάκια τῶν 45 στροφῶν ἀπὸ τὸν μέγα Παπασιδέρη μέχρι τὸν Μενιδιάτη καὶ Ζαγοραῖο, ποὺ ἑρμήνευαν δυό, τὸ πολὺ τρεῖς στροφές του, καὶ χανόταν ὅλο τὸ νόημα τοῦ τραγουδιοῦ. Ἐκεῖνος τὸ τραγούδησε ὁλόκληρο, 15 στροφές! “Ρὰ καμπάνα ντί- τρὶ ώρε, νγκροὺ τe βέμι πeρ ναφόρe!” Κι ἔμοιαζε λὲς κι οἱ βρῦσες τοῦ συντριβανιοῦ νὰ σώπασαν γιὰ νὰ ἀκουστεῖ ἡ φωνή του. Εἶχαν σηκωθεῖ ὅλοι ὄρθιοι καὶ τὸν χειροκροτοῦσαν μὲ ἐνθουσιασμό.
Τὰ ἀρχαῖα αἵματα τῆς φυλῆς εἶχαν ξυπνήσει. Οἱ ραγιᾶδες εἶχαν ξαναγίνει, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, οἱ μεσαιωνικοὶ Stradioti, οἱ Βυζαντινοὶ φρουροὶ τοῦ τόπου. Ἡ πραγματικότητα ἔχανε ἔδαφος μπροστὰ στὸ ὄνειρο. Κι ἐκεῖνος χαμογέλασε, γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ πολὺν καιρό, μὲ ἕνα σύντομο γέλιο ποὺ φώτιζε τὴν κούραση του. Ἔμοιαζε σὰν τὸν ἀρχάγγελο ποὺ εἶχε νικήσει τὸν δράκοντα. Ἔβγαλε τὸ πρόγραμμα ὁλόκληρο, δυὸ ὧρες καὶ πλέον κι ἔκλεισε μὲ τὸ βαρὺ κλέφτικο μοιρολόϊ “κὰμ νje λιὲμς μπέρδα νe ζέμπρα”, γιὰ τὸν πόνο ποὺ εἶχε στὴν καρδιά. Αὐτὸ ἦταν τὸ κύκνειο ἆσμα του. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα τὸν βρῆκαν νεκρό, ἔφυγε νὰ βρεῖ τὸ ταίρι του. Ξανασυναντήθηκαν καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια σιωπῆς συνέχισαν τίς συζητήσεις τους ποὺ εἶχαν μείνει στὴ μέση καὶ ξανασυνδέθηκαν μὲ τίς παλιὲς ἀναμνήσεις. Τὸ χωριὸ τὸν ξέχασε γρήγορα, ὅπως ξεχνᾷ ὅποιον δὲν συγχωρεῖ γιὰ τὸ ταλέντο του καὶ τὴν ἀξία του.
Κωνσταντῖνος Τσοπάνης
Δρ Ἱστορίας καὶ Φιλοσοφίας τῶν Θρησκειῶν
Be the first to comment on "Δημήτρης Κολιαδήμας, τὸ ἀηδόνι τῶν Μεσογείων"