Ατje κου ίσστe σοτ κλjίσσα ι Σσι Παντελημών, ίσς, με τε βjέτερ, νjάτρe κλjίσσe ε Σσeρ Μερίες ε βράχεβeτ. Εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος, ήταν, στα πιο παλιά χρόνια, άλλη εκκλησία, της Παναγίας των Βράχων. Αυτήν την εκκλησία την έκαψε ο πασσάς του Νεγρεπόντε κατά τον μεγάλο ξεσηκωμό του ’21. Τότε οι παππούδες σηκώθηκαν να διώξουνε τον τούρκο στην Κόκκινη Μηλιά, όπως έλεγε στις προφητείες ο Αγαθάγγελος. Μέχρι που ήμουν παιδί τις διάβαζαν όλοι. Με αυτές έφτασαν στο Αφιόν Καραχισάρ και έξω από την Άγκυρα οι γονείς μας. Τότες λοιπόν, που η Αθήνα ήταν ένα χωριό ακόμα και το χε διαλύσει ο Χασεκής, οι παππούδες μας ξεσηκώθηκαν και πήραν τη Χώρα, την Αθήνα. Ήταν στρατιώτες εκ φύσεως, πολεμισταί γεννημένοι. Αρβανιτάδες! Αλλά κι η Αθήνα πασά δεν είχε τότες. Έτσι ήρθε ο πασάς της Χαλκίδος, του Εγρίπου, με δυο χιλιάδες χαλντούπηδες Κονιαλήδες και κάνανε γιουρούσι στα Μεσόγεια. Από όσους πιάνανε, τους γέρους τους σφάζανε στο γόνατο, τους νέους τους πούλαγαν σκλάβους, στα σκλαβοπάζαρα της Αραπιάς, στο Αλιτζέρι. Η δική μου η φάρα, οι Ρουμπαναίοι, είχαν τότε τα κονάκια κάτω στην Κακή θάλασσα.
Τα πρόβατα το καλοκαίρι έβοσκαν όλη νύχτα και το πρωί βαράγαν στρούγγα όπου βρίσκονταν και τα άρμεγαν και μετά τα στάλιζαν στους ίσκιους. Τότες λοιπόν, που ήρθαν οι τούρκοι της Χαλκίδος, και οι δικοί μας για να γλυτώσουν μπήκαν σε κάτι καΐκια και βγήκαν στη Τζιά. Πήραν και μερικά ζώα μαζί τους, να έχουν να τρώνε, αλλά τα πιο πολλά τα άφησαν από εδώ. Κοπέα ε λέρεν κετέj. Μαζί άφησαν κι έναν μπιστικό που είχαν, ορφανό, τον Παντελή, για να τα ποτίζει και να τα αρμέγει μέχρι να γυρίσουν, αν δεν τα παίρναν οι επιδρομείς. Όπως το σκεφτήκαν έτσι έγινε. Οι επιδρομείς έπεσαν στα κοπάδια τα ρουμπανέικα σαν την ακρίδα και τη λιμική. Τόσες χιλιάδες χαλντούπηδες, δεν άφησαν τίποτα! Έβαλαν στο κυνήγι τον βοσκό να τον πιάσουν, να τον χαλάσουν, αλλά πιανόταν αυτός; Έτρεχε σαν αγριοκάτσικο. Έλα όμως έφτασε μέχρι τον γκρεμό, απέναντι από τον Σσι Παντελημόν. Εκεί τον στρίμωξαν. Στα χέρια τους δεν θα πεφτε. Ε κα αποφασίσε! Κι έτσι πήδηξε στη θάλασσα χωρίς να ξέρει κολύμπι. Βερβίτε ντε ντέτι, ράσσe εδέ ντο βρίτεσσε! Ρίχτηκε στη θάλασσα, έπεσε και θα σκοτωνόταν. Χωρίς να ξέρει ούτε αυτός πως, έφτασε στο νησάκι απέναντι. Ζωντανός. Το βόλι δεν τον έφτανε εκεί. Ούτε κι οι χαλντούπηδες που δεν έμπαιναν ποτέ στη θάλασσα.
Αλλάχουα ε κα δάσσε μπότα ντε Μουσλιμάνετ εδέ ντέτι ντε γκιαούρετ. Ο Αλλάχ έδωσε τη γη στον Μουσουλμάνο και τη θάλασσα στο γκιαούρη έλεγαν. Από εκεί λοιπόν ο Παντελής είδε να σφάζουν όλο το κοπάδι το ρουμπανέικο. Κι είδε να μαγαρίζουν και να καίνε την εκκλησία. Και τότες έκανε τάμα, άμα σωθεί, να ξαναχτίσει την εκκλησία. Έτσι χτίστηκε πάλι η εκκλησία αλλά τώρα στον Σσι Παντελημόν, που ήταν το όνομα του βοσκού. Εδέ βάν τέρε τε σσκλέπουρε εδέ τε βέρμπερε. Κέτα ε γκjέγκjα νγα ιτ άτε ίμ, Πανούσς Ρουμπάνη.”
Απομαγνητοφώνηση από αφήγηση του Χρήστου Παναή Ρουμπάνη. Από το αρχείο του περιοδικού Κεραταία Πόλις.
Be the first to comment on "Η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος στην Κακή Θάλασσα"