Ο Σ. Κόλλιας αφηγείται την πρώτη μέρα του πολέμου του ’40 στα Μεσόγεια

«Τον Οκτώβριο του 1940 ήμουν μαθητής της Τρίτης τάξεως του Δημοτικού Σχολείου Καλυβίων και θυμάμαι ότι εκείνη τη Δευτέρα της 28ης Οκτωβρίου, καθώς παίζαμε με τα άλλα παιδιά στην αυλή του σχολείου στο διάλλειμα, ακούσαμε έναν πολύ δυνατό κρότοι από τη μεριά της Αθήνας που μας τρομοκράτησε όλους. Οι δάσκαλοι έτρεξαν στην αυλή να μας μαζέψουν και να δουν τι είχε γίνει και τότε διακρίναμε ένα σμήνος αεροπλάνων που πετούσε επάνω από την Πεντέλη με πορεία προς τα Μεσόγεια.

Όταν έφτασαν στη Ρίζαγκιάκου είδαμε ότι ήταν δέκα αεροπλάνα που αφού πέρασαν πάνω από το Πανί έφυγαν προς Πελοπόννησο. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν τα πρώτα εχθρικά ιταλικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν μια στρατιωτική βάση στην Αθήνα.
Σε λίγο άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες της εκκλησίας κι ήρθε ένας από την πλατεία να μας ενημερώσει ότι είχαμε πόλεμο αφού οι Ιταλοί είχαν εισβάλλει στην Ήπειρο. Η ζωή μας όλη άλλαξε μέσα σε ένα λεπτό κι ο φόβος με τον πανικό πήραν τη θέση των παιχνιδιών.

Ο διευθυντής του σχολείου Διονύσιος Καμπάς έδωσε διαταγή να πάρουμε τα πράγματα μας και να πάμε αμέσως στα σπίτια μας. Καθ’ οδόν βλέπαμε τους δρόμους και την πλατεία να έχουν γεμίσει κόσμο αναστατωμένο που ρωτούσε να πληροφορηθεί τι γινόταν. Η καμπάνα της εκκλησίας συνέχιζε να χτυπά και οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τις δουλειές τους στα χωράφια και γύριζαν στο χωριό με τις σούστες, τα γαϊδούρια, με τα πόδια, να δουν τι γίνεται. Οι χωροφύλακες είχαν ξαμολυθεί στα σπίτια και μοίραζαν δελτία επιστρατεύσεως.

Το απόγευμα είχαν συγκεντρώσει στην πλατεία όλα τα άλογα και τα μουλάρια για να δούν ποια θα επιτάξουν για τον πόλεμο. Μια επιτροπή από αξιωματικούς του ιππικού διάλεγε κι έπαιρνε τα πιο γερά, αφήνοντας πίσω λιγοστά κι αδύνατα ζώα. Επίσης επίταξαν τα λιγοστά αυτοκίνητα που είχαν τότε οι Καλυβιώτες.
Εκείνο το βράδυ ζήσαμε τις πιο συγκινητικές σκηνές στην πλατεία του χωριού. Αγκαλιές, φιλιά, κλάματα και οδυνηροί αποχαιρετισμοί των μανάδων και των παιδιών που έφευγαν για το μέτωπο.

Θυμάμαι το πρώτο αυτοκίνητο που είχε σταθμεύσει μπροστά στο καφενείο του Τασ Πέτρου, βόρεια της εκκλησίας και τον Δημήτρη Στ. Μιχάλη (Σταμαγκλιάτη) που ανέβηκε πρώτος στην καρότσα χορεύοντας και τραγουδώντας το τραγούδι «Του Αητού ο γυιός!» για να δώσει θάρρος και στους άλλους. Απέναντι, στα σκαλοπάτια της εκκλησίας καθόταν ο Τάσος Μ. Κόλλιας, ο βιολιτζής και τραγουδούσε το τσάμικο «Εμένα να με κλάψετε».

Μόλις το αυτοκίνητο γέμισε, ξεκίνησε για την Αθήνα και μέχρι που χάθηκε από τα μάτια μας ακούγαμε τον θόρυβο της μηχανής και τους άντρες να τραγουδούν το εμβατήριο. Το ίδιο έγινε και τις επόμενες ημέρες έως ότου έφυγαν όλοι οι άνδρες για το μέτωπο και τις διάφορες υπηρεσίες του στρατού.Οι δουλειές σταμάτησαν αφού δεν υπήρχαν άλογα για το όργωμα κι ήταν εποχή της σποράς, ενώ πίσω είχαν μείνει μόνο οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα. Και τα ιταλικά αεροπλάνα που έκαναν συχνές επιδρομές βομβαρδίζοντας ελληνικές βάσεις σε Αθήνα, Πειραιά, Χασάνι (Ελληνικό), Τατόι κι όπου αλλού.

Μας βομβάρδιζαν ανηλεώς και θυμάμαι μια μέρα πριν προφτάσουμε να μπούμε στο καταφύγιο της Μαυρίκεζας, ένα ιταλικό αεροπλάνο που πετούσε χαμηλά μας εντόπισε κι άρχισε να μας πολυβολεί για να μας σκοτώσει κι ας ήμασταν άμαχος πληθυσμός.
Οι ξένοιαστες ημέρες με τις κυριακάτικες παρελάσεις της ΕΟΝ στην πλατεία που εντυπωσίαζαν τόσο εμάς τα παιδιά, είχαν φύγει ανεπιστρεπτί. Οι Ιταλοί εισβολείς μας έκλεψαν τα παιδικά μας χρόνια και μας έριξαν στην κόλαση του πολέμου για να δοξάσουν τον υπερφίαλο ηγέτη τους».

Η αφήγηση του Σ. Κόλλια έγινε στον γνωστό Μεσογείτη συγγραφέα Κωνσταντίνο Τσοπάνη

Be the first to comment on "Ο Σ. Κόλλιας αφηγείται την πρώτη μέρα του πολέμου του ’40 στα Μεσόγεια"

Leave a comment

Your email address will not be published.


*